Στην ορισμένη ώρα φάνηκες. Έπαιζε τ’ αγαπημένο σου τραγούδι. Ήχοι μπαντονεόν και χαμηλοί φωτισμοί. Σε διέκρινα μες στο πλήθος. Και ύστερα, σε πείσμα όλων αυτών των ονείρων, σε είδα μ’ ένα αρπαχτικό στόμα, σωστό κύκλοτρο, βαθύτατα μπλε γυναίκα, σαν ζωγραφισμένη με τ’ ακριβές χρώμα της ευειδούς ημέρας να με κατασπαράζεις. Χαμογέλασα και αποφάσισα να μεθύσω περισσότερο. Στα τραπέζια είχαν ακροβολιστεί τοξότες. Όλα τα βέλη στην ίδια ακμή της τροχιάς τους, σ’ απόσταση αναπνοής απ’ την καρδιά μου.
Καταλαβαίνετε την έκπληξη όταν από κοντά έμοιαζε απαράλλαχτη. Ώστε λοιπόν όλα αυτά ήταν της φαντασίας μου. Μόνη αλήθεια ο Χριστός και η γοργόνα ψηλά στο μπράτσο μου που χτυπήθηκε στην πιο άγρια κρίση. Όταν ανοιχτά των Φιλιππίνων, ανάμεσα στους παλιούς ναούς, ξέφρενος ήθελα να ζωγραφίζω και άλλο, και άλλο.
Τα κορίτσια του Μπουένος Άιρες γεννιούνται και πεθαίνουν με τ’ όνειρο της απαστράπτουσας νύχτας. Τα κορίτσια του Μπουένος Άιρες χορεύουν τα βράδια στις αυλές των σπιτιών της Μπόκα. Η φεγγαρένια τους μελαγχολία είναι παροιμιώδης. Τα κορίτσια του Μπουένος Άιρες αγαπούν τις επαναστάσεις και πάντα κάποιον δικό τους προσμένουν να επιστρέψει. Τα κορίτσια του Μπουένος Άιρες βαφτίζονται με το δοξαστικό όνομα Εβίτα. Έτσι ερμηνεύεται το γεγονός πως στις πλατείες, τα εστιατόρια, τους σταθμούς των λεωφορείων, στα φανάρια των λιμανίσιων δρόμων χίλιες και μία Εβίτες γερνούν με τα κορμιά τους ζωγραφισμένα αναρίθμητα ονόματα φανταστικών εραστών.
Η Εστέλλα κατοικεί στην πολύχρωμη γειτονιά της Μπόκα. Κάθε βράδυ πνίγεται στο ποτό και τα δάκρυα για τον αδικοχαμένο της Εστέμπαν. Τέτοιος έρωτας, τέτοιο σκληρό τέλος. Σαν τώρα φαντάζει ο καιρός που φορούσαν τα χρώματα εκείνης της τόσης ευτυχίας και τραβούσαν για τη συνοικία του Σαν Τέλμο. Αυτοσχέδιοι αγώνες πυγμαχίας, τυφλοί τραγουδιστές, ευλογημένα μπαντονεόν, το σώμα της στο δικό του. Μια ολόκληρη γεωμετρία. Ένα λιμάνι, ένας έρωτας, μια εποχή. Αποκτούσαν όλα τα σχήματα του κόσμου. Ωραία Εστέλλα πνιγμένη στις αναμνήσεις, οι καλοί άνεμοι ποτέ δεν σου στάθηκαν.
Ο νεαρός που ανέλαβε την περιήγησή μας στο Μπουένος Άιρες έφερε στο στήθος του ένα παράξενο σχέδιο. Ένας Χριστός, χαμογελαστός με τ’ αγκάθινο στεφάνι του, μια γοργόνα και μια χρονολογία. Τον χαιρετούσαν όλοι με σεβασμό. Εκείνος ανταπέδιδε. Την ίδια εκείνη μορφή του κοριτσιού με κατατομή ιχθύος την είδα ξανά σε μια θαυμάσια λήκυθο της ύστερης, μυκηναϊκής περιόδου. Τότε θυμήθηκα ξανά τον νεαρό απ΄την Ρεκολέτα. Προσευχήθηκα στον δικό του, λατίνο θεό. Τώρα στο Μπουένος Άιρες ίσως πέφτει άλλη μια βροχή.
Ετούτη η ζωή δεν θυμίζει κινηματογράφο. Τα παιδιά στις παραγκουπόλεις ονειρεύονται να γίνουν ποδοσφαιριστές, διάσημες χορεύτριες των τοπικών βημάτων. Δύσκολα κανείς ξεφεύγει απ΄αυτή την απάνθρωπη ζωή. Συνήθως αυτά τα παιδιά γερνούν αργά στις δύσκολες σκοτεινές παρόδους της Ενάτης Ιουλίου. Πρόκειται για μια απ΄τις πλέον θαυμάσιες λεωφόρους του κόσμου που όμως δεν επιφύλασσε καμιά απολύτως ευκαιρία για τα παιδιά του κακόφημου Μπουένος Άιρες που μπορούν μ΄ένα νεύμα τους ή με μια νύχτα να κομματιάσουν ολόκληρο τον κόσμο.
Τώρα παίζει στα πιο λαϊκά απ΄τα μαγαζιά της πόλης. Το Μπουένος Άιρες διαθέτει αρκετά απ΄αυτά. Φθηνό κρασί, πυκνόφυτες αυλές, φωτισμοί, εξώστες και τα ρέστα.Συχνά παίζει ως την αυγή. Μπορεί κανείς να ξεχαστεί και έτσι κάποιοι τυχεροί έχουν βρεθεί στην ευχάριστη τύχη ν΄απολαύσουν ένα προσωπικό κονσέρτο. Αυτοί όμως είναι λίγοι. Οι περισσότεροι μιλούν γι΄αυτόν σαν να΄ταν όνειρο. Ένας είπε πως τον είδε κοντά στα λιμάνι, άλλος πως διέσχιζε τις πολυσύχναστες οδούς της πόλης. Το σίγουρο είναι πως κυλά μέσα απ΄τη φλέβα του καιρού κάνοντας τις καρδιές μας να σπάσουν από ομορφιά. Γι’ αυτήν την ομορφιά έγραψε ο Αλμπέρτ και ας καμιά μην είχε γνώση απ΄τον ερωτικό, τον αναπάντεχο κόσμο του Μπουένος Άιρες.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]







