(Δεν υφίσταται άλλη σκηνή απ’ αυτή της ζωής μας. Τ’ άλλα είναι οι πόζες, τρόποι να παλεύουμε την αμηχανία μας.)
Εμείς, οι διαμένοντες την οδό του ποιητή, έχουμε τη χαρά ν’ ανακοινώσουμε την τέλεση παρελάσεως. Προς υποστήριξην της εθνικής συνειδήσεως και προς τέρψην του πλήθους που υπομένει ανήμπορο. Προτείνουμε τρία εμβατήρια παρελάσεως. Σε τόνο και ύφος διαφορετικό. Απ’ τον έξαλλο βηματισμό του τραγουδιού ως τη ζωή μας την ίδια που εξαντλείται στο καθημερινό πεζό.
Ζητούνται συγκροτήματα προς σύσταση του εορταστικού σώματος.)
Εν, δυο, εν δυο, πόλη μου σεισμική
Ατέλειωτες λεωφόροι πυρκαγιές
Εν δυο, εν δυο εν καιρώ ειρήνης
Εκπαιδεύομαι και συντηρώ το υλικό μου.
Πάει να πει, εν δυο, εν δυο,
Κρατάω το ρυθμό στις τροχιές,
Κρατώ το ίσο μες στη βουή της πολιτείας,
Εν δυο, εν δυο, είμαι στίχος απασφαλισμένος
Σ’ ένα μικρό, εν δυο, εν δυο εξώστη,
Με θέα την Ερζεγοβίνη, τα Γιάννενα,
Το Σεράγεβο, την Αθήνα.
Μετά το τέλος της παρελάσεως
Θ’ ακολουθήσει εμπόλεμη σύρραξη
Δηλώσεις περί νομιμοφροσύνης,
Ουχί εθνικοφροσύνης, εν δυο, εν δυο
Ένα παιδί πεινά,
Μια περόνη οπλίζει
Ένας έρωτας γεννιέται.
Εν δυο, εν δυο έχω και άλλα να σου πω,
Όμως φαντάσου έναν δρομέα
Που ξεχύνεται εμπρός, εν δυο, εν δυο
Ενώ το σώμα του φλεγόμενο
πασχίζει να περάσει στην ιστορία.
Εμπρός σας το μηχανοκίνητο τάγμα του πυροβολικού μας. Οι νεαρές και οι νεαροί αξιωματικοί εκπαιδεύονται υπό τας σκληρότερας συνθήκας. Πορείες υπό βροχή, ανώτερα μαθηματικά, σχολεία καταδύσεως, τ’ άθροισμα των ωρών της πτήσεως που θα ’πρεπε να σημαίνει πόσες ώρες δαπάνησες στ’ όνειρο. Ακολουθούν οι άνδρες της πυροσβεστικής ακαδημίας. Αυτοί ειδικώς δοκιμάζονται καθημερινά σε πολυποίκιλες αποστολές επί φρεατίων, μικρών εστιών, φυσικών καταστροφών και τα λοιπά. Στις προσωπικές στιγμές τους όλοι αυτοί ανεξαιρέτως, ‒ίκαροι, βατραχάνθρωποι με πλήρη εξάρτυση, υπαξιωματικοί, σημαιοφόροι, σαλπιγκτές, μαέστροι, υποστράτηγοι‒ όλοι καταφεύγουν στα επιβλητικά σιλό. Ανακοινώνονται οι σκοπιές και τα περίπολα και αρχίζουν πάλι οι γνωστές συνήθειες. Τα τηλεφωνήματα, τα γράμματα, η παραζάλη του ποτού, οι κοφτές ανάσες των αποδυτηρίων. Κάπου αλλάζει ένας σκοπός, φυλάσσοντας πάντα το ίδιο, εκείνο ποίημα.
Έρχονται ώρες ώρες εκείνοι οι παραστάτες των μαθητικών παρελάσεων. Τ’ αρχαία τους πρόσωπα είναι μια παρηγοριά. Όμως αν προσέξεις βαθύτερα, θα δεις χιλιάδες, αναμμένα μάτια, σαν εκείνα της θάλασσας. Ικεσίες μικρών ωρών. Όλοι μαζί συνεχίζουμε μέσα απ΄τα χρόνια. Κάθε τόσο κάποιος χάνεται στο στόμα του λιμανιού. Ξαφνικά στρίβει και χάνεται διαγράφοντας τη δική του κατεύθυνση, σπάζοντας την καρδιά μας απ’ τη λύπη. Αυτά δεν είναι τα Προπύλαια, αυτά είναι όλα της ζωής σου τα δύσκολα απογεύματα.
Με θάρρος παιδικό, μ’ άγνοια απόλυτη του κινδύνου προβαίνουμε σ’ αυτά τα ξέφρενα ακροβατικά. Συνεχίζουμε σε πείσμα όλων τις παραστάσεις. Αδειάζουν και γεμίζουν οι πλατείες, σβήνουν και κερδίζονται τα πρόσωπα και οι φωνές μας. Βαστώντας σταυρούς και χρόνια σταματούμε τις νύχτες. Τελούμε προσκλητήριο βραδινό. Μερικά παρών που θρυμματίζουν την ηλικία της νύχτας είναι η μόνη της παύσεώς μας σημασία.
(Οι θεατές διαλύονται μες στην πόλη. Κάποιοι σώζουν τα καρέ και συνεχίζουν. Ανταλλάσσουν σκηνικά και εξόδους, στην ίδια, αιώνια παραλλαγή.Ένα θέατρο υπό πολιορκία, μια νεότητα που δαπανήθηκε.)
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Sidney Nolan (1917-1992).]







