Μετάφραση: Κώστας Βραχνός
ΑΥΤΟΙ ΕΙΝΑΙ ΙΣΧΥΡΟΙ
Μην πεις ότι διψάς, γιατί θα σου δώσουν ένα ποτήρι με το αίμα σου.
Μην πεις ότι πεινάς, γιατί θα σου σερβίρουν τα δάχτυλά σου κομμένα.
Μην πεις ότι νυστάζεις, γιατί θα σου ράψουν με κλωστή τα βλέφαρα.
Μην πεις ότι αγαπάς κάποιον, γιατί θα σου φέρουν την καρδιά του σαπισμένη.
Μην πεις ότι αγαπάς τον κόσμο, γιατί θα πολλαπλασιάσουν τις πυρκαγιές.
Μην πεις ότι ψάχνεις τον Θεό, γιατί θα σου γεμίσουν με χόβολη το στόμα.
Μην πεις ότι είναι όμορφη η πάχνη που καλύπτει τους κάμπους,
γιατί σε κάθε ουράνια σταγόνα θα σταλάξουνε πανούκλα.
LUCILA GODOY
Έλα και δώσε πάλι τη θέρμη σου στα χείλη μου
προτού γίνουν στάχτη,
κι ατένισε μαζί μου τον ουράνιο θόλο
προτού γκρεμιστούν οι σκαλωσιές του,
κι ας κοιτάξουμε τη λευκή και τέλεια σελήνη
που μια μέρα θα κείτεται κομμάτια στην πεδιάδα,
κι ας κοιτάξουμε τον ήλιο προτού εξαντληθεί
στο βασανισμένο λυκόφως του κόσμου.
Έλα και χάιδεψε το κεφάλι μου
όπου μέλλουν να ξηλωθούν οι άβυσσοι,
γέμισε με το κάλλος σου τις κόρες των ματιών μου
που θα δουν να διαλύονται τα παλάτια
πάρε στα χλιαρά δικά σου τα λευκά μου χέρια
που μια μέρα δεν θα βρουν αποκούμπι στην απεραντοσύνη,
βάλε το κεφάλι σου στο στήθος μου, άκου να τραγουδά
η καρδιά μου που μια μέρα μες στη γαλήνη της θα σκοτώσει τα αστέρια.
Άκου ξανά τη φωνή μου στον άνεμο,
ακόμη μπορώ να ονοματίσω τα λεμόνια και το κρασί
που στο τέλος θα ενωθούν μέσα στην πίκρα τους,
έλα να μετρήσουμε ακόμη τα νήματα του φωτός του Σεπτέμβρη
προτού τα κόψει το ψαλίδι του Οκτώβρη.
Έχει ένα μέγα θέαμα στον ουρανό: ένα σύννεφο,
απόλαυσέ το μαζί μου προτού δυναμώσει ο άνεμος.
Πλησίασε και γύμνωσέ με απ’ αυτούς τους βαρείς μανδύες
προτού ο χρόνος με γυμνώσει από εμένα,
πιάσε τον συγκλονισμένο πηλό μου
προτού γίνει λύπη στον χρόνο.
Τα στήθη μου τρέμουν για σένα, σκληρέ φίλε,
και δεν τα κρύβεις με τα φλογερά σου χέρια,
έλα και κλείσε τα μάτια πλάι μου, νιώσε το δάσος
γεμάτο με τ’ άρωμά μου,
προτού αυτή η λαμπρότητα γίνει κουρέλι.
Τι θλιβερό να βλέπεις πως είναι άχρηστη η σελήνη,
αυτό το τυφλό λαμπερό γυαλί,
ότι μες στο δάσος ξεγλιστράνε οι δυνατές φωνές των κυνηγών
και δεν υπάρχει κανείς να πιάσει τον ανάστατο λαγό,
τι θλιβερές οι πόλεις γεμάτες θλιβερά πρόσωπα,
διότι το μοναδικό πρόσωπο εκτοπίστηκε.
Στην εξορία σου από οστά, στην εξορία από σκιές,
στο χορτάρινο στήθος σου, στη σιωπή σου,
λυπήσου τούτο το αιχμάλωτο πουλί στο τρομερό κλουβί του κόσμου,
ανάμεσα στο πέλαγος και το αστέρι,
φίλε μου διαλυμένε στον θάνατο,
ενόσω εγώ κοιτάζω σαν άρρωστη μέλισσα
το μη κατοικήσιμο ρόδο.
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΜΑΣ
Δεν είναι πουθενά,
πλέον είναι χορτάρι και αστέρια,
όμως η σκιά τους θολώνει τις λέξεις
και μόνον ενίοτε περνούν από το νου,
περιφέρονται στις ψυχές μας, ζητώντας
ό,τι ποτέ δεν τους δώσαμε
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Το έργο είναι του ποιητή Juan Carlos Mestre.]