frear

Παγιδευμένος – της Ελένης Αγγελούση

Βρίσκεσαι παγιδευμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους. Τα μάτια σου αναζητούν με ανησυχία κάποια πόρτα διαφυγής, αλλά σε περικυκλώνει μονάχα μία φτηνή, χάρτινη, λουλουδένια ταπετσαρία. Τα δάχτυλά σου, τρεμάμενα από την αγωνία, πασπατεύουν την επιφάνεια της βρώμικης ταπετσαρίας αναζητώντας κάποιο πόμολο, κάποια εσοχή, κάποιο άνοιγμα. Τίποτα. Μία λεία επιφάνεια που απλώς σου υπενθυμίζει πόσο ανίκανος είσαι, πόσο ανίσχυρος. Σαν το ζώο περιστρέφεσαι γύρω από τον εαυτό σου, εξοργισμένος. Νιώθεις πως τρελαίνεσαι.

Για να ηρεμήσεις, υπενθυμίζεις στον εαυτό σου ξανά και ξανά, ότι πέρα από τους τοίχους υπάρχει κόσμος, υπάρχει ζωή, υπάρχει φως. Με τη φαντασία σου δημιουργείς μπροστά στα ανέλπιδα μάτια σου τον κόσμο που σε περιμένει μακριά από αυτό το δωμάτιο. Είναι όμορφος. Οπουδήποτε υπάρχει ζωή είναι όμορφα…σκέφτεσαι και κλείνεις τα μάτια σου γιατί δεν μπορείς να αντικρίζεις άλλο το απραγματοποίητο. Παγωμένος ιδρώτας κυλάει στο κουρασμένο πρόσωπό σου, δημιουργώντας μικρά κομπαράκια. Σκουπίζεσαι βίαια με την αναστροφή του χεριού σου. Γιατί βρέθηκες παγιδευμένος εδώ μέσα;  αναρωτιέσαι, αλλά δεν λαμβάνεις από πουθενά απάντηση. Η φωνή της σιωπής σε εξοργίζει ακόμα περισσότερο. Ξαφνικά θέλεις να ξεσχίσεις τη λουλουδένια ταπετσαρία. Σου προκαλεί αηδία και δεύτερον σκέφτεσαι ξαφνικά ότι πίσω από αυτήν μπορεί να κρύβεται η πόρτα που με τόσο πόθο αναζητάς.

Σηκώνεσαι από τη θέση σου και με αποφασιστικό βήμα τη φορά αυτή κατευθύνεσαι με μένος προς τον τοίχο. Τα μάτια σου είναι έτοιμα, από την πολλή πίεση, να πεταχτούν από τις κόγχες τους.  Τα νύχια σου μπήγονται βαθιά μέσα στο ψεύτικο χαρτί που προστατεύει τον ασβεστωμένο τοίχο. Δημιουργείς τις πρώτες χαρακιές πάνω στο χαρτί, αλλά αυτό δε βγαίνει. Τα νύχια σου πονάνε σα να τα ξεριζώνεις, αλλά εσύ συνεχίζεις. Δεν σκέφτεσαι τίποτα άλλο πέρα από τον κόσμο που σε περιμένει έξω από το δωμάτιο. Αγκομαχάς και βρίζεις, αλλά δεν εγκαταλείπεις τον αγώνα σου. Προσπαθείς. Παλεύεις. Αγωνίζεσαι. Δεν παραιτείσαι.

Ένας ψηλός, καστανόξανθος νεαρός, γύρω στα τριανταπέντε, κάθισε στο παγκάκι απέναντι από ένα συντριβάνι. Βρισκόταν σε ένα πάρκο. Κρατούσε έναν καφέ στο ένα χέρι και με το άλλο έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο του και το έβαλε στο στόμα του. Το άναψε με αργές κινήσεις και απέμεινε να αγναντεύει τη θέα μπροστά του. Ένιωθε κουρασμένος. Δεν κοιμόταν καθόλου καλά τις τελευταίες νύχτες. Έπινε σχεδόν από ένα μπουκάλι κρασί μόνος του κάθε βράδυ, καθισμένος μπροστά από την τηλεόραση παρακολουθόντας τα πάντα και προσέχοντας τίποτα. Το βλέμμα του κενό, το μυαλό του άδειο. Την περασμένη βδομάδα είχε απολυθεί από την εταιρία στην οποία δούλευε τα τελευταία εννιά χρόνια. Οικονομική κρίση. Μειωμένες θέσεις εργασίας. Όλα φτηνές δικαιολογίες. Ήσουν από τους καλύτερους εργαζομένους που είχαμε αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει άλλη δουλειά για σένα εδώ. Του έγραψαν μία καλή συστατική επιστολή. Λόγια γραμμένα από μελάνι. Άχρηστα, όπως και τα εννιά χρόνια που θυσίασε για την εταιρία που τον είχε απολύσει. Εννιά χρόνια που αδιαφόρησε για την οικογένειά του, για τον έρωτα και για τον εαυτό του. Εννιά χρόνια που δε θα επέστρεφαν ποτέ πίσω όσες συστατικές επιστολές κι αν του είχαν γράψει. Ένιωθε κενός. Χαμένος μέσα σε έναν εαυτό που δεν αναγνώριζε πλέον. Παγιδευμένος μέσα στο ίδιο του το μυαλό.

Προσπαθείς. Παλεύεις. Αγωνίζεσαι. Δεν εγκαταλείπεις. Μονάχα που ο αγώνας για την απελευθέρωση γίνεται μέσα στο ίδιο σου το μυαλό.

 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: