frear

Αλεξάνδρα Κ*: Πώς φιλιούνται οι αχινοί – της Ούρσουλας Φωσκόλου

Αλεξάνδρα Κ*
Πώς φιλιούνται οι αχινοί
Πατάκης, 2017

Το 1979 κυκλοφόρησε η ταινία Being There του Χαλ Άσμπι με πρωταγωνιστή τον Πίτερ Σέλλερς. Στην Ελλάδα εμφανίστηκε στις αίθουσες με τον τίτλο Να είσαι εκεί, κύριε Τσανς. Η υπόθεση του φιλμ έχει ως εξής: ένας κηπουρός εξαιρετικά χαμηλής νοημοσύνης με το όνομα Τσανς, αναγκάζεται να εγκαταλείψει την μέχρι τότε εργασία του σε μια πολυτελή έπαυλη, καθώς ο υπέργηρος κύριός του μόλις απεβίωσε και πλέον δεν μπορεί να του προσφέρει ούτε δουλειά ούτε και στέγη. Ο Τσανς, ντυμένος στην τρίχα, με ρούχα υψηλής ραπτικής χαρισμένα από το αφεντικό του, βγαίνει στην πόλη, σαν να φύτρωσε στην κυριολεξία. Η μόνη επαφή που είχε ως τότε με τον εξωτερικό κόσμο ήταν μέσω της τηλεόρασης, με την οποία φαίνεται να είναι παθιασμένος. Ανοίγοντας την εξώπορτα της έπαυλης, βρίσκεται, λοιπόν, μόνος, δίχως σπίτι και δουλειά, να περιφέρεται σε κακόφημες συνοικίες της Ουάσιγκτον. Πρόκειται φαινομενικά για μια κωμωδία καταστάσεων, όμως το έργο αυτό αποδεικνύεται βαθιά φιλοσοφικό. Παρότι, όπως είπαμε, πρόκειται για έναν αφελή άνθρωπο, οι βαθιές σιωπές του, το σοβαρό του ύφος και η περιποιημένη του εμφάνιση ξεγελούν τους ανθρώπους που συναντά, σε σημείο μάλιστα να τον περνούν για κάποιον πολύ διαφορετικό από αυτό που είναι και να ζητούν τη γνώμη του ακόμη και σε θέματα εθνικά. Οι λιγοστές φράσεις που εκστομίζει —όλες τους σχετικές με το μόνο που γνωρίζει καλά, την κηπουρική— ερμηνεύονται ως εξαίσιες μεταφορές, ως εξαιρετικά βαθυστόχαστες παρατηρήσεις, οι συνομιλητές του προβάλλουν διαρκώς στα λόγια του τις δικές τους σκέψεις, ενώ τα μεγάλα διαστήματα σιωπής φέρνουν τους γύρω του αντιμέτωπους με τον ίδιο τους τον εαυτό, με αποτέλεσμα να αυτολογοκρίνονται συνεχώς. Μοιάζει, επομένως, κάθε συζήτηση, σαν την ηχώ. Σαν τον αντίλαλο που επιστρέφει επίμονος και βασανιστικός στα αφτιά του ομιλητή.

Έτσι οφείλει να είναι, κατά τη γνώμη μου, και κάθε λογοτεχνικό έργο: ένα πηγάδι λέξεων πάνω απ’ το οποίο σκύβεις το κεφάλι για να δεις, να ρωτήσεις, να μάθεις. Αυτό που επιστρέφει στ’ αφτιά σου, εντέλει, δεν είναι παρά μια ηχώ. Ένας αντίλαλος που πριν να γυρίσει εκεί από όπου ξεκίνησε, έχει προηγουμένως βραχεί στα νερά του πηγαδιού, έχει γλείψει τα τοιχώματά του, έχει μπλεχτεί στο σχοινί του κουβά, έχει γδαρθεί στο σκουριασμένο του χερούλι. Γι’ αυτό άλλωστε και δεν υπάρχει ποτέ μία και μόνη απάντηση, ένα και μόνο κλειδί που θα ανοίξει την πόρτα ενός λογοτεχνικού έργου. Αυτή όμως δεν είναι και η γοητεία του;

Η Αλεξάνδρα Κ, από το χείλος του πηγαδιού, την προμετωπίδα του βιβλίου της δηλαδή, τοποθετεί στα χέρια μας συνωμοτικά ένα κλειδί για την ερμηνεία του μυθιστορήματός της, ένα πρίσμα υπό το οποίο μας προτείνει να δούμε το κείμενό της. Επιλέγει λοιπόν το ποίημα «Ψυχοθεραπεία Β’», του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου:

Χαρείτε τον παλμό της εποχής μας, έλεγε ο γιατρός. Αφήστε τον ρόλο του έκπτωτου ονειροπόλου πρίγκηπα. Χαρίστε εγκαρδιότητες —τι σας κοστίζουν—, πιστέψτε στη χρησιμότητα —κρατώντας βέβαια τις αναγκαίες αποστάσεις— μιας αβρής επιστολογραφίας. Γίνετε ο περιλάλητος εκφραστής, ο ενσαρκωτής των πόθων και των ελπίδων της πολύκλαυστης γενιάς σας. Σας ευχαριστώ. Να περνάτε. Σας διαβεβαιώ, μου είστε συμπαθής.

Η Αλεξάνδρα μάς ψιθυρίζει, επομένως, στο αυτί τις προθέσεις της: σκοπεύει να μιλήσει για μια γενιά. Για τη γενιά της, εν προκειμένω. Για τη γενιά μας; Θα το δούμε παρακάτω. Στο βιβλίο παρελαύνει μια σειρά από πρόσωπα που περιγράφονται με τρόπο σχεδόν ιλαρό, δηκτικό, που βρίθουν συμπλεγμάτων, αλλά και πληγών, ήδη από την παιδική τους ηλικία. Με τρόπο που δεν θυμίζει κανένα άλλο μυθιστόρημα της γενιάς μας, με γλώσσα ζωντανή, υφαίνει ένα πολύπλοκο δίκτυο υπαινιγμών, διακειμενικών αναφορών και κρυφών στοιχείων, που αποκαλύπτονται σε δεύτερη και τρίτη ίσως ανάγνωση. Δεν διστάζει να διασκελίσει, όποτε την εξυπηρετεί, τον φράχτη της γλώσσας και των σημείων της, να καταλύσει όπου χρειάζεται την παραδοσιακή φόρμα ενός μυθιστορήματος, ακόμα και να δημιουργήσει μια νέα γλώσσα, ικανή να εκφράσει με ακρίβεια τη λεπτή υφή των καταστάσεων και των συναισθημάτων. Το μυθιστόρημα αυτό μοιάζει με κήπο, όπου η συγγραφέας, σαν παιδί, άνοιξε μικρά λαγούμια κι έκρυψε μικρούς θησαυρούς: μια φράση του Εμπειρίκου, τον Ε.Χ. Γονατά, τον τρόπο της Μάτσης Χατζηλαζάρου να γράφει ερωτικές επιστολές, το κατά Λογγίνον υψηλό, ένα τραγούδι της Εβίτας Σερέτη, τον Ισπανό πατέρα της πεζογράφου Ιουλίας Ιατρίδη και της ζωγράφου Μαρίας Πωπ, Γιόζεφ Μπουστίντουι, που στην πραγματικότητα ήταν διευθυντής ορχήστρας, αλλά στο παρόν μυθιστόρημα φιγουράρει ως ιατροδικαστής, μεταφραστής και ικανότατος στόκερ.

Καλοκαιρινή Αθήνα. Πέντε άνθρωποι, μια παρέα που μας συστήνεται σταδιακά και παρότι μπορεί να μας αντιστέκεται ώρες ώρες από την ανυπομονησία να μάθουμε ποιες είναι οι σχέσεις που τους συνδέουν, αγκιστρώνεται σιγά σιγά από τους νευρώνες μας μας όπως ένας μεγάλος έρωτας. Οι σελίδες του βιβλίου είναι βουτηγμένες σε αυτή τη ράθυμη νωχελικότητα του αθηναϊκού θέρους, ιδρώνουν κάτω απ’ τα δάχτυλα και μας τρυπούν σιγά σιγά το τύμπανο αφενός με όλα εκείνα που δεν λέγονται, αφετέρου με μια βρύση που στάζει και στάζει και στάζει, αργά και βασανιστικά. Δεν θέλω με αυτό να πω ότι οι ρυθμοί του μυθιστορήματος είναι αργοί. Η δράση στους Αχινούς είναι κάτι που συντελείται εσωτερικά και βαθιά. Ο πόνος έχει τις ρίζες του, σχεδόν για όλα τα πρόσωπα, στην παιδική ηλικία, για την οποία πληροφορούμαστε σε υπέροχα φλας-μπακ που ξεχειλίζουν από ποίηση και βέβαια υπαινικτικότητα. Ένα άκρως ενδιαφέρον στοιχείο των Αχινών είναι το γεγονός ότι η Αλεξάνδρα Κ επιλέγει σε δύο ή τρία σημεία τη μορφή των υποσημειώσεων, για να «συνεχίσει» τρόπον τινά την αφήγηση ή για να μας δώσει περισσότερες πληροφορίες, με τον τρόπο όμως της μυθοπλασίας και πάλι. Ακόμη κι αν απομονώσουμε, δηλαδή, κάποιες από αυτές τις —σε εισαγωγικά— «σημειώσεις» (γιατί μόνο σε εισαγωγικά μπορούν να αποκαλούνται έτσι), θα μπορούσαν να σταθούν ως μικρά πεζά, με αρχή, μέση, τέλος και σαφώς μια σωρεία υπαινιγμών που κάποιος φιλοπαίγμων συγγραφέας θα μπορούσε να «αποσαφηνίζει» εσαεί, με επιπλέον υποσημειώσεις.

Το μυθιστόρημα της Αλεξάνδρας Κ είναι ένα χάρτινο χωνί, σαν αυτό που βάζουμε τα ψάρια ή το ζεστό ποπ-κορν και το κρατάμε στη χούφτα, προσέχοντάς το σαν κόρη οφθαλμού, μη στάξει, μη γλιστρήσει από τη βάση του κάποιο κομματάκι. Εκεί λοιπόν, σε αυτό το χάρτινο χωνί, η συγγραφέας έχει μαζέψει τα κομμάτια των ηρώων της. Να τολμήσουμε να πούμε «της γενιάς της»; Ναι, χωρίς αμφιβολία και ασκαρδαμυκτί, όπως είμαι σίγουρη πως θα έσπευδε να δηλώσει με κυνικό χιούμορ κάποιος από τους ήρωες των Αχινών, βαδίζοντας στο χείλος της γλώσσας, όπως βαδίζει κανείς στο χείλος του γκρεμού. Κάτω απ’ τα ρούχα τους, η Έρση, ο Διονύσης, η Λένια, ο Άλκης, ο Βίκτωρ Π. Παντάς, η αυτόχειρας Αλεξάνδρα, αλλά και όλα τα —ας τα πούμε «δευτερεύοντα»— πρόσωπα σε αυτό το βιβλίο, έχουν ραγισματιές που απλώνονται σαν ρίζες στο κορμί τους. Έχετε δει αυτά τα πολύ μοντέρνα βάζα που μοιάζουν να αποτελούνται από εκατοντάδες συγκολλημένα κομμάτια; Κάπως έτσι τους φαντάζομαι.

Είναι ραγισμένη η γενιά μας; Επιτρέψτε μου αυτό το μας: με αφορά καθότι ηλικιακά και συναισθηματικά ανήκω εκεί. Αν έπρεπε να βρω μια ταιριαστή μεταφορά για τη γενιά μου, αυτή θα περιελάμβανε σίγουρα μια παρέλαση ανθρώπων που ξεκίνησε ν’ ανεβαίνει το βουνό με τελεφερίκ, το οποίο ξαφνικά σταμάτησε να λειτουργεί. Η γενιά μας ξεκίνησε με υπερβολικές προσδοκίες, μας μοίρασαν φυλλάδια που διαφήμιζαν ένα ειδυλλιακό μέλλον, όπως άλλοι διαφημίζουν επίγειους παράδεισους ως τόπους διακοπών. Μα το κυριότερο, είναι πως επενδύθηκαν επάνω μας —και συγχωρήστε μου τη χυδαιότητα της φράσης— πολλά, πολλά λεφτά. Εμείς ήμασταν ικανοί για όλα. Εμείς είχαμε τα καλύτερα εχέγγυα για να εξελιχθούμε με επιτυχία. Εμείς θα ήμασταν αχάριστοι αν δεν καταφέρναμε να φανούμε αντάξιοι των προσδοκιών τους. Τι νιώθει αυτή η γενιά, όταν αρχίζει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια της να τρέμει; Είναι δυνατόν εμείς τα παιδιά-θαύματα να αποτυγχάνουμε; Και τι συμβαίνει όταν κάποιος από εμάς ερωτεύεται; Θα επιλέξει να μαζέψει τα αγκάθια του προς τα μέσα, σαν τους Αχινούς της Αλεξάνδρας Κ; Ή θα προτιμήσει να πληγώσει και να πληγωθεί κρατώντας την αγκαθωτή του πανοπλία αμετακίνητη; Θαρρώ πως αυτό που χαρακτηρίζει τη γενιά μας είναι ότι έχει περάσει και περνά διαρκώς μια βαθιά απομάγευση.

Εδώ, αριστοτεχνικά, έρχεται να δέσει η εμφάνιση του Βικέντιου, του παιδιού – θαύματος επάνω στο οποίο οι γονείς έχουν εναποθέσει κάθε ελπίδα. Αυτή η αστεία φιγούρα, ένας γέρος που κατοικεί σε σώμα μικρού πλαδαρού αγοριού με λογοτεχνικές αναζητήσεις, προκαλεί πολλές φορές ανατριχίλα, μαζί με μια βαθιά θλίψη.

Καθώς διάβαζα για πρώτη φορά το βιβλίο της Αλεξάνδρας, της έγραψα πως ήθελα να κορνιζάρω δυο σελίδες που μου άρεσαν πολύ. Από τον ενθουσιασμό και τη βιασύνη μου, αντί να αναφέρω τις σελίδες 73-75, όπου υπάρχει το υπέροχο απόσπασμα με εκείνη την αναζήτηση της «λέξης που να περιγράφει το πηχτό κενό ανάμεσα στους ώμους και την πλάτη, όταν δεν με αγγίζει κανείς», πήδηξα δυο σελίδες, επισημαίνοντας ως υποψήφιες για αφισοκόλληση τις 75-77. Έσπευσα, λοιπόν, να αυτοδιορθωθώ. Όταν όμως, πολύ αργότερα, ξαναδιάβασα το εν λόγω απόσπασμα, συνειδητοποίησα πόσο αυτό το λάθος μου, ήταν στην πραγματικότητα ένας τρομακτικός καθρέφτης αυτής της πολύκλαυστης γενιάς, που συναντήσαμε στην προμετωπίδα.

Φαντάστηκα αυτή τη σκηνή σαν μια σιωπηλή παρέλαση ανθρώπων σε ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Σαν την πρώτη πρώτη εικόνα, λόγου χάρη, από το Λιβάδι που δακρύζει. Η Λένια, εκπρόσωπος της γενιάς της, της γενιάς μας, βαδίζει έχοντας στους ώμους της μια ολόκληρη στρατιά ανθρώπων, που αφενός τη βαραίνει, αφετέρου πασχίζει να τη συγκρατήσει ώστε να μη χυθεί δεξιά κι αριστερά. Το κορμί της μετουσιώνεται σε χώμα επάνω στο οποίο φυτρώνουν άνθρωποι, σπίτια, σιδερένιες φυλλωσιές, μέσα στο οποίο είναι θαμμένοι οι πρόγονοι, ο πατέρας, η μάνα, το πατρικό σπίτι, όλοι οι νεκροί, τα όνειρα και οι προσδοκίες που σκάβουν και σκάβουν τις σάρκες, γδέρνουν τα κόκαλα, ψάχνουν τρύπες στο κρανίο για να βλαστήσουν κι είναι τόσο τρομερός και βασανιστικός ο θόρυβός τους. Τέτοιο είναι το βάρος που φέρει στους ώμους της η γενιά μας.

Έχω την αίσθηση πως η γλώσσα σε τούτο το μυθιστόρημα είναι η ηρωίδα που δεν κατονομάζεται. Είναι, επίσης, η ηρωίδα που με μπερδεύει περισσότερο από όλες και δεν ξέρω αν πρέπει να τη συμπαθώ ή να την απεχθάνομαι. Και δεν μιλώ, βέβαια, για την εκφραστική δεινότητα της Αλεξάνδρας Κ —αυτή είναι αδιαμφισβήτητη. Μιλώ για αυτό που η γλώσσα αντιπροσωπεύει. Είναι πράγματι, έτσι όπως εκφέρεται, φίλη των ηρώων; Μήπως είναι έτσι διαμορφωμένη ώστε σε πολλές περιπτώσεις να υπονομεύει την αλήθεια των πραγμάτων, καλύπτοντάς τα με ένα αβρό δίχτυ ξεπερασμένου καθωσπρεπισμού και σκονισμένης αχλής; (Ας θυμηθούμε εδώ τα λόγια της προμετωπίδας, εκείνη την απόσταση μιας αβρής επιστολογραφίας). Μπορούμε να πούμε πως ισχύουν και τα δύο κι εκεί ακριβώς διαφαίνεται ο άριστος χειρισμός των εργαλείων που έχει στη διάθεσή της η συγγραφέας.

«Προτού να καταλύσετε τη φόρμα, μάθετε να τη χειρίζεστε», γράφει ο Αλέξης Πανσέληνος στα Σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής. Κι αν είναι να την καταλύσετε, προσθέτω εγώ, κάντε το με πάταγο και με λίγο —ή πολύ— πόνο. Σαν να ήσασταν δυο ερωτευμένοι αχινοί, που για να φιληθούν σπάζουν γύρω στο σώμα τους όλα τ’ αγκάθια που εμποδίζουν.


[Το κείμενο εκφωνήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 2018, στην παρουσίαση του βιβλίου της Αλεξάνδρας Κ στο Lexikopoleio.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη