frear

Όσα δεν έχουμε ζήσει ακόμα. Για το βιβλίο «Ίσος Ιησούς» του Γιώργου Παναγιωτίδη – γράφει ο Δημήτρης Χριστόπουλος

Γιώργος Παναγιωτίδης, Ίσος Ιησούς, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2017.

Για μένα ο Ίσος είναι ένα βιβλίο, είναι μία ιστορία που έρχεται από το μέλλον, το διάβασα με όλη μου την αναγνωστική ικανότητα σε εγρήγορση, δεν ξέρω πόσο το κατανόησα, δεν ξέρω αν θα το διαβάσω πάλι, αλλά το απόλαυσα. Εξάλλου, δεν είμαι παρά ένας αναγνώστης ακόμα, η αξία βρίσκεται στο βιβλίο, όχι σ’ εμένα (σ. 245).

Με αυτόν τον τρόπο ο δάσκαλος του Ίσου, ένα από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος και persona του συγγραφέα, παρουσιάζει τον δωδεκαετή Ίσο, ενώ παράλληλα αντιπροσωπεύει τον ίδιο τον αναγνώστη του βιβλίου. Αν ήθελα να συμπυκνώσω τις δικές μου εντυπώσεις από το βιβλίο, θα χρησιμοποιούσα το δίχως άλλο τα παραπάνω λόγια. «Η αξία βρίσκεται στο βιβλίο» -όχι στον όποιον αναγνώστη και στη γνώμη του.

Ο Γιώργος Παναγιωτίδης, ποιητής και πεζογράφος, βραβευμένος με το βραβείο του περιοδικού Διαβάζω το 2008 για το μυθιστόρημά του «Ερώτων και αοράτων», ποτέ δεν έκρυψε τη γοητεία που του ασκεί η δυστοπική πεζογραφία. Αυτή τη φορά βέβαια επανέρχεται με ένα έργο το οποίο αποτελεί καινοτομία για τη χώρα μας, καθώς είναι το πρώτο ακαδημαϊκό μυθιστόρημα, μέρος της διδακτορικής διατριβής του στη Δημιουργική Γραφή.

Στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Δημιουργικής Γραφής ο Παναγιωτίδης μίλησε με θέμα «Η Δυστοπία ως υπόβαθρο της μυθοπλασίας», παρουσιάζοντας εμπεριστατωμένα το λογοτεχνικό αυτό είδος, που τόση γοητεία ασκεί στη δύση από τα τέλη του 19ου αι. Έχοντας στέρεο θεωρητικό υπόβαθρο, δήλωνε τις προθέσεις του, ήδη από τον Οκτώβριο του 2015, για το μυθιστόρημά του που βρισκόταν στη διαδικασία της συγγραφής:

«Το «Ίσος Ιησούς» είναι ένα κατεξοχήν δυστοπικό μυθιστόρημα, χωρίς να είναι αποκλειστικά αυτό. Αναφέρεται στη ζωή ενός ανθρώπου, στου οποίου τον εγκέφαλο εμφυτεύεται πειραματικά ένας μικρο-υπολογιστής, ενώ βρίσκεται στην ηλικία των δώδεκα ετών, με σκοπό ή πρόφαση, να τον υποστηρίξει στην κοινωνικοποίησή του, καθώς είναι αυτιστικός. Με τη βοήθεια αυτού του μικρο-υπολογιστή μεταφορτώνεται σταδιακά όλη η μνήμη του σε ένα σκληρό δίσκο. Ο κυρίαρχος προβληματισμός είναι αν ένας υπολογιστής, ο οποίος μπορεί υποθετικά να περιέχει όλα τα δεδομένα ενός ανθρώπινου εγκεφάλου, μπορεί να είναι ένα είδος διαιώνισης της συνείδησής του. Το γεγονός εγείρει ηθικά και φιλοσοφικά ζητήματα που αφορούν σε ένα όχι και ιδιαίτερα μακρινό μέλλον, όπου ο άνθρωπος και η μηχανή θα μπορούσαν να ενωθούν σε ένα φοβερό χιμαιρικό ον εφόσον μετά από το βιολογικό του τέλος κάθε άνθρωπος θα μπορούσε να επιβιώνει με κάποιον τρόπο «φορτωμένος» σε έναν σκληρό δίσκο υπολογιστή με πολύ μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από αυτήν του ανθρώπου. Η εξέλιξη αυτή αρχικά μοιάζει ουτοπική, αλλά στην πορεία αποδεικνύεται εφιαλτική. Τι είναι τελικά αυτό που μπορεί να εγκιβωτιστεί σε ένα σκληρό δίσκο; Είναι η ανθρώπινη συνείδηση ή είναι όλες οι μνήμες του; Και είναι αυτό ένα είδος τεχνολογικού παράδεισου ή είναι τελικά η αιώνια καταδίκη της ανθρώπινης ύπαρξης να είναι «φυλακισμένη» και «αφυπνισμένη» μέσα σε ένα ηλεκτρονικό σύστημα;»

Στο μυθιστόρημα «Ίσος Ιησούς» ο συγγραφέας, εγγραφόμενος μέσα στο ίδιο του το έργο, επιχειρεί να δημιουργήσει ένα είδος μεικτό αλλά νόμιμο. Επιστημονική φαντασία, δυστοπία, φιλοσοφικός στοχασμός, αστυνομικό μυθιστόρημα. Όλα αυτά μαζί, με κοινό παρονομαστή τη διάχυτη διακειμενικότητα. Από Όμηρο και Σοφοκλή μέχρι Θεοτόκη και Ερωτόκριτο, ο Παναγιωτίδης εντυπωσιάζει με την πραγματολογική βάση του έργου του, η οποία εξυπηρετεί έξοχα τις ανάγκες της αληθοφάνειας. Το γνωσιολογικό υπόβαθρο του βιβλίου είναι βεβαίως εμφανές. Εξ ου και οι πολλαπλές αναφορές στον κώδικα των δυναμικών σημάνσεων και τεχνολογικών δείξεων. Ένα πλήθος λεπτομερειών –που καμιά φορά βέβαια «παραφορτώνουν» το κείμενο σε βάρος της μυθοπλασίας- πλέκουν τον ιστό που καθιστά αληθοφανή την τεχνολογική δυστοπία που βιώνουν οι ήρωες, ώστε να μεταδίδεται αρκούντως ο συγκινησιακός κραδασμός στον αναγνώστη. Ειδάλλως, ελλοχεύει ο κίνδυνος να θεμελιωθεί η μυθοπλασία σε σαθρές βάσεις και ο αναγνώστης να μην εμπλακεί στα πάθη των χαρακτήρων.

Το περιβάλλον του μυθιστορήματος συνιστά έναν κοινωνικό χώρο απόλυτα ελεγχόμενο από την εταιρεία «Δίας» και την υψηλή τεχνολογία. Χρησιμοποιώντας τη φουκοϊκή ορολογία, θα λέγαμε πως πρόκειται για μια ετεροτοπία αντιστάθμισης, όπου η ρομποτική, η νανοτεχνολογία, η προηγμένη τεχνητή νοημοσύνη, η κλωνοποίηση, και όλα τα συνακόλουθά τους, συχνά χρησιμοποιούνται ως συστατικά της μυθοπλασίας που με τρόπο επιδέξιο επινοεί ο συγγραφέας. Σ’ αυτό το περιβάλλον η τεχνολογία μοιάζει να αναδύεται ως το εγγυητικό μοντέλο για την ευημερία και την ελευθερία των ανθρώπων. Το πυραμοειδές οικοδόμημα του ομίλου «Δίας» θυμίζει την απροσπέλαστη κατοικία των θεών στον μυθικό Όλυμπο –εξ ου και ο μαγικός αριθμός «12» που διαρκώς επαναλαμβάνεται σαν θεματικό μοτίβο. Όλη σχεδόν άλλωστε η δράση λαμβάνει χώρα μέσα σ’ αυτόν τον περίκλειστο χώρο που θυμίζει φυλακή. Ο Αίμων, η Αντιγόνη, ο Φοίβος (ονόματα με πολλαπλές συνδηλώσεις) και ο κύριος καθηγητής φιλοδοξούν να χειραγωγήσουν με τα προϊόντα τους τον άνθρωπο που αποτελεί το νέο αντικείμενο της επιστημονικής γνώσης. Μιας επιστημονικής γνώσης που εντοπίζεται σε «εργαστήρια» με συγκεκριμένες διαδικασίες αποφάνσεων, συγκεκριμένα καθεστώτα γνώσης, εξουσίας και αλήθειας.

 

Η δυστοπία του Παναγιωτίδη ως προειδοποιητική ιστορία στέκεται μακριά από τον εύκολο διδακτισμό αλλά και τα πάσης φύσεως κοινωνικά και πολιτικά σχόλια, θέτοντας την ίδια στιγμή φιλοσοφικά και υπαρξιακά ερωτήματα στον αναγνώστη σχετικά με το παρόν και το μέλλον του ανθρώπου-μηχανή. Υπάρχει δύναμη που θα μπορούσε να αντιστρέψει την τραγική αυτή πραγματικότητα; Να καταργήσει τον άνθρωπο-μηχανή και να επαναφέρει τον σκεπτόμενο άνθρωπο που κυριαρχείται από το πνεύμα και την ψυχή; Γιατί καμία οργουελιανή φαντασία, καλπάζουσα ή νοσηρή, δε θα μπορούσε να προβλέψει την πρόοδο της Γενετικής και, μέσα από αυτήν, της Βιοϊατρικής. Η διαφορά με τις δυστοπίες του παρελθόντος βρίσκεται στο γεγονός πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τον γραφειοκρατικό έλεγχο της γνώσης από τα arcana imperii ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος αλλά με την ηγεμονία των πανίσχυρων εταιρειών και των οικονομικών ελίτ μιας παγκοσμιοποιημένης, απο-εθνικοποιημένης και κυρίαρχης τάξης πραγμάτων που έχει καταφέρει να εκτοπίσει την πολιτική γραφειοκρατία. Ο Παναγιωτίδης στρέφει την προσοχή του αλλά και τη δική μας στην πρόοδο που αναδύεται μέσα από τις προσπάθειες των ερευνητών η οποία έχει παρενέργειες βιολογικές, ηθικές, νομικές. Η εποχή της βιο-πληροφορικής είναι ήδη εδώ. Το πάντρεμα πληροφορικής και γενετικής ίσως οδηγήσει τον άνθρωπο στη σοβαρότερη ηθική κρίση της ιστορίας του, γιατί, όπως λέει ο Τόφλερ, θα πρέπει να ορίσουμε ξανά την έννοια της ζωής και του θανάτου.

Εύγλωττη περίπτωση πνευματικής και ηθικής κρίσης σε αυτή τη δυστοπική κοινωνία που επινοεί ο συγγραφέας αποτελεί το γεγονός ότι οι δάσκαλοι είναι περιττοί και τα σχολεία άλλη μια καταναγκαστική κρατική επιβολή. Ο δάσκαλος του Ίσου αντιλαμβάνεται πως ο 12χρονος μαθητής του δεν πάσχει από αυτισμό, αλλά κάτι άλλο συμβαίνει στην περίπτωσή του, καθώς είναι φορές που μιλάει σαν ενήλικος, «σαν να βρίσκεται κάποιος άλλος στο κεφάλι του.» Όταν απροειδοποίητα επισκέπτεται τον τόπο διαμονής του Ίσου, έρχεται αντιμέτωπος με την Αντιγόνη (μητέρα και γιαγιά) και τον κύριο καθηγητή, τα πρόσωπα που έχουν αναλάβει την κηδεμονία του: «Είναι δική του ευθύνη να υπηρετεί το παλιό κανονιστικό σύστημα καθοδήγησης των ανθρώπων» ισχυρίζεται για τον δάσκαλο του Ίσου ο κύριος καθηγητής. Και η Αντιγόνη πιστεύει πως «είναι ένας ασήμαντος και κακοπληρωμένος υπάλληλος, και το πιο σημαντικό, μοιάζει να έχει όλη την καλή προαίρεση. Δεν είναι δική του ευθύνη το σύστημα, ούτε καν η ημιμάθεια.» Για να συμπληρώσει ο κύριος καθηγητής: «Αν μπορούσαμε να παρακάμψουμε το νόμο, τότε δεν θ’ αφήναμε τον Ίσο στα χέρια ενός ημιμαθούς, κακοπληρωμένου, ταπεινού ιδιωτικού υπαλλήλου που δεν είναι παρά το πρόσχημα ενός συστήματος που καταρρέει.»

Η επιστήμη, γράφει ο Ιταλός κοινωνιολόγος Φραντσέσκο Αλμπερόνι, είναι ένας υπέροχος αλλά και διαβολικός μηχανισμός. Υπέροχος γιατί επιτρέπει την πραγματοποίηση και των πιο τρελών και των πιο φιλόδοξων επιθυμιών μας. Διαβολικός γιατί δεν θα μπορέσει ποτέ να μας πει αν αυτή η πραγματοποίηση είναι σωστή ή όχι. Η δυτική τεχνολογική κοινωνία έχει σήμερα όσο ποτέ άλλοτε ανάγκη τις παραδόσεις της, τα ιδεώδη της, τη φιλοσοφία, την ιστορία της, για να δώσει νόημα στη ζωή των πολιτών της. Χρειάζεται μια ανθρώπινη ηθική για να κάνει ανθρώπινη τη ζωή τους. Και ακριβώς αυτό τον στόχο υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο το μυθιστόρημα «Ίσος Ιησούς». Επιστημονικός φουτουρισμός, κινδυνολογία, παραμύθι; Πάρτε το όπως θέλετε, μας λέει ο Παναγιωτίδης. Ποιος όμως μπορεί να προδικάσει το μέλλον;

Ο Παναγιωτίδης έχοντας θητεύσει με επιτυχία στον ποιητικό λόγο, ανασύρει από το εργαστήρι του ποιητή όλα εκείνα τα απαιτητικά εργαλεία που χρειάζονται για να κατασκευάσεις ένα κείμενο με γλώσσα ρέουσα, που κάθε λέξη δένεται σφιχτά με την επόμενη, δημιουργώντας απροσδόκητες συνάψεις. Οι σκόπιμες επαναλήψεις δόκιμων λεκτικών συνταγμάτων, πρωτότυπων και δάνειων, συντελούν στον ρυθμικό βηματισμό του λόγου, ο οποίος ακολουθεί μια μαθηματική οιονεί σύνταξη που τιμά τις αξίες της αισθητικής. Αν έχουν μάλιστα δίκιο οι παλαιότεροι, οι οποίοι φρονούσαν, όπως για παράδειγμα ο Ντιντερό, ότι οι λέξεις δεν είναι τα πράγματα καθαυτά, αλλά αστραπές και λάμψεις, στο φως των οποίων μας παρέχεται η δυνατότητα να τα διακρίνουμε, τότε ο λόγος του Παναγιωτίδη συνιστά μια αξιοπρόσεκτη σπουδή στις δυνατότητες της πρόζας να γίνεται λόγος ποιητικός χωρίς είναι ποίηση.

Όσον αφορά στις αφηγηματικές αρετές του βιβλίου, δεν θα ήταν σκόπιμο να μακρηγορήσω, εφόσον το βιβλίο αποτελεί το κατεξοχήν πεδίο εφαρμογής πολλών αφηγηματικών τεχνικών. Νομίζω, ωστόσο, πως η αναγνωστική απόλαυση που προσφέρει έχει να κάνει και με τον τρόπο που ο Παναγιωτίδης συμπλέκει τον αφηγηματικό χρόνο με τον χρόνο της ιστορίας. Η ιστορία ξεκινώντας in medias res, προχωρά προς τα μπρος όχι ευθύγραμμα αλλά με αναχρονίες: προλήψεις και συνεχείς αναδρομές κατακερματίζουν τη ροή της αφήγησης, αποδιοργανώνοντας τον χρόνο, ώσπου στο τέλος τον καταργούν. Πρέπει να σημειωθεί πως δεν πρόκειται για επίδειξη αφηγηματικών δεξιοτήτων εκ μέρους του συγγραφέα, αλλά για την ανάγκη οι όποιες αφηγηματικές επιλογές να υπηρετήσουν τη βαθύτερη πρόθεσή του να προβάλει την α-χρονία και την α-τοπία της μυθοπλαστικής δυστοπίας.

Ενδιαφέρον, εξάλλου, παρουσιάζει και το θέμα του αφηγητή και των γλωσσικών επιλογών του, που καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης επιμελημένα κρύβεται. Μόλις στο τελευταίο κεφάλαιο που κλείνει κυκλικά το βιβλίο, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί πως πρόκειται για τον κβαντικό υπολογιστή, ο οποίος στην αρχή ως άλλος Όμηρος επικαλείται την καλοκαιρινή Πανσέληνο να του διηγηθεί την ιστορία του παιδιού:

Κι αν αναρωτιέται κανείς πώς γίνεται κάποιος, που βρέθηκε εκεί όπου εκκίνησαν και συνέβησαν όλα αυτά, να μπορεί να μιλά και να μας τ’ αφηγείται, εμάς που ζούμε εκατομμύρια χρόνια πριν συμβούν, υπάρχουν πιθανότητες πολλές (256).

Ο Κωστής Παπαγιώργης σε κείμενό του για το «Σιδερένιο τακούνι» του Τζακ Λόντον έχει γράψει: Η τέχνη προβλέπει και η ιστορία εξηγεί. Γιατί μόνο οι μεγάλοι δημιουργοί έχουν εκείνη την ιδιαίτερη μεγαλοφυΐα να προβλέπουν όσα ο κόσμος δεν μπορεί να διακρίνει και να κατέχουν μια ειδική γνώση που τους επιτρέπει να προαισθάνονται το μέλλον και να αποκαλύπτουν εγκαίρως τους κινδύνους στο παρόν. Το βιβλίο του Παναγιωτίδη είναι ένα μεγαλόπνοο λογοτεχνικό κείμενο, προφητικό για ό,τι απειλεί ακόμα και σήμερα τη ζωή μας, που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το ζοφερό μέλλον που είναι ήδη εδώ. Ένα βιβλίο που φιλοδοξεί να προστεθεί στον μακρύ κατάλογο των καλών δυστοπικών μυθιστορημάτων της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Giovanni Gasparro.]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη