frear

Για τα ποιήματα του Δημήτρη Φύσσα – γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη

Δημήτρης Φύσσας, Εμένα μου λες, ΑΩ εκδόσεις, Αθήνα 2016.

O Δημήτρης Φύσσας πολύσχιδής και ακούραστος,συγκεντρώνει πολλές ιδιότητες με τις οποίες είναι γνωστός στο κόσμο. Νεοελληνιστής φιλόλογος, δημοσιογράφος, πεζογράφος, είναι σίγουρα και κάποιες άλλες που μου διαφεύγουν. Όλοι λίγο πολλοί αγαπήσαμε τον διακειμενικό Αναγνώστη του Σαββατοκύριακου, τον Κηπουρό και τον Καιροσκόπο του, αλλά και το παλαιότερο και πολυσυζητημένο του Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος. Αν ανατρέξει κανείς στη βάση της Βιβλιονέτ θα δει ότι καταγράφεται μόνο το πρόσφατο ποιητικό του βιβλίο που φέρει τον τίτλο Εμένα μου λες (ΑΩ εκδόσεις 2016). Έχει όμως, εκδώσει παλαιότερα και ένα άλλο πολυσέλιδο βιβλίο ποίησης με τίτλο Οι αστικοί χώροι είναι ποίηση από μόνοι τους. Το βιβλίο αυτό το έβγαλε από τις εκδόσεις «Γιάου. Κε.» το 2008 και σήμερα είναι εξαντλημένο. Όταν ακούς «αστικός χώρος» αυτόματα πάει το μυαλό σου στον Φύσσα, αφού ο ίδιος ως city lover έχει μελετήσει πολύ το αγαπημένο μας άστυ, την Αθήνα, την ξέρει απέξω κι ανακατωτά και έχει γράψει πολλά άρθρα σχετικά. Άρα το Εμένα μου λες [Ποιήματα 1997-2016], με το υπέροχο εξώφυλλο (έργο και σχεδιασμός Βαγγέλης Τζερμιάς) και τα λίγα και περιεκτικά ποιήματα, αποτελει στην ουσία το δεύτερο ποιητικό του βιβλίο. Αφιερωμένο στον Νίκο Δήμου και στη μνήμη του ποιητή και καρδιακού του φίλου Διονύση Μενίδη (1956-2014). Ένα βιβλίο ποίησης γεμάτο αντιποιητικές λέξεις (ρουχάδικα, μπιχλιμπιδάδικα, «γκούντις», ρούχα σέκοντ χαντ, γαμήσαν, προποτζίδικα, φαλάκρα και ένα σωρό άλλες, που είναι όμως λειτουργικές αναφορικά με το κλίμα μέσα στο οποίο μας εισάγει το Φύσσας). Δυνατό και στιβαρό, ωστόσο, το βιβλίο. Με πολύ κυνισμό ή, αλλιώς, πολύ κρυμμένη τρυφερότητα. Με πολλές αφιερώσεις σε φίλους ή ομοτέχνους (π.χ. Χριστίνα Ντουνιά, Δημοσθένη Κούρτοβικ, Θωμά Κοροβίνη, στον Στράτο Φουντούλη και άλλους). Ρεαλισμός και σαρκασμός μαζί. Αυτοαναφορικότητα, αλλά προσανατολισμένο στη συλλογικότητα. Αφού ξεπέρασε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας το 2013, ο Φύσσας επανέρχεται πιο συνειδητοποιημένος. Ποτέ άλλωστε δεν είχε ανάγκη από κλίκες, βραβεία και άλλα παρόμοια. Γράφει λοιπόν και έχει μουσικότητα όλο αυτό: «Mια και δεν πέθανα το ’13/Και συνεχίζω του γραφιά την πλεύση,/ Αν του΄ρθει κανενός να με βραβεύσει/Δηλώνω από τώρα ασυμφωνία/.Βραχείες λίστες και βραβεία δε μου κάνουνε/Εκδότες, αναγνώστες, ίντερνετ μού φτάνουνε.»

unnamedΟ Δημήτρης Φύσσας ζει μέσα στον κόσμο, δεν είναι αποστειρωμένος, ούτε ζει σε γυάλινο πύργο. Δεν είναι καθωσπρέπει, δεν είναι κυριλέ: «Ποτέ δεν νοιάστηκα για καλοπέραση και ρούχα» («Πρώιμη Αυτοβιογραφία»). Έχει «φύγει νωρίς από τα κόμματα» και έχει εμπεδώσει ότι «σοφότερο σε κάνουν οι μη βεβαιότητες». «Η φτώχια όμως να δεις πόσο σοφότερο σε κάνει» («Πρώιμη αυτοβιογραφία»). Ζει έντονα, με πάθος, ζει στην πόλη, τη λατρεύει, συνδέεται με ανθρώπους, συνάπτει φιλίες, δεν απαρνιέται τη φιλοσοφία, αλλά ξέρει να ζει και τη ζωή. Παίρνει συνήθως συνεντεύξεις, αλλά έδωσε και μια φορά, όπως σημειώνει στο ποίημα «Ό,τι γράφω είναι γεμάτο καφενεία». Η συνέντευξη εδόθη στην Κατερίνα Σχινά στο καφενείο Πανελλήνιο, σε σκηνοθεσία Πεννυς Παναγιωτοπούλου ‒για την τηλεοπτική εκπομπή στην οποία μεταδόθηκε. Συνόδευσε την πρώτη παρουσίαση του βιβλίου του με μια μίνι συναυλία στην οποία, μεταξύ άλλων, τραγούδησε και ο ίδιος γνωστά λαϊκά και πολυτραγουδισμένα άσματα, κάποια ρεμπέτικα και αυτό δεν είναι καθόλου ξένο προς το περιεχόμενο του βιβλίου. Όσο για την υστεροφημία…: «Θα μ΄εκτιμήσουν μετά θάνατον κάτι περίεργοι τύποι/Όσοι θ’ ανακαλύψουν τους συγκεκριμένους κυνισμούς/Και μιαν απόσταση απ’ τα πράγματα/Που επιτρέπει ένα μικρό φιλτράρισμα στη σκέψη/Ίσα για να μην παρασύρομαι απ’ τους πολλούς/Μα ζώντας κατά τ’ άλλα μες στον κόσμο. Και συνεχίζει στη δεύτερη απ’ τις τρεις στροφές του ποιήματος «Εμένα μου λες» γράφει: «Θα μ’ αγαπήσουν μετά θάνατον κάτι περίεργοι τύποι/Που θα συντονιστούνε αναδρομικά με τα γραφτά μου/Και θ’ αναπαρασταίνουν, ίσως,στο μυαλό του/Τους γυρισμούς μου σπίτι κάθε νύχτα/ «Με βήματα βαριά κι αργά» στο Τέρμα Πατησίων, /Μ’ ολόφωτα περίπτερα και τους συνήθεις ξέμπαρκους/Αυτούς τους ίδιους, σταθερούς ξενύχτηδες/Που με κοιτάν και τους κοιτάζω ξημερώματα.»

988952_10204047475847898_2322626830385292341_nΣτο ποίημα «Καγχάζω τώρα» γίνεται σαρκαστικός με τους μεγαλόστομους ποιητές, δίνοντας ο ίδιος το στίγμα της του ποιητικής του. Οι μεγαλόστομοι λοιπόν ποιητές «πάντα στα ώπα ώπα απαγγελλόμενοι,/Με το εθνικό ακροατήριο να χάσκει δακρυσμένο/Και με τις αναλύσεις Νεοελ. Λογοτ. στις τάξεις/Τι θα γινόσασταν δίχως τις αναλύσεις‒» Και παρακάτω: «Ε, ρε Ασλάνογλου που σας χρειάζεται/Ερ’ Αλεξάνδρου που σας πρέπει, ε, ρε Παυλόπουλος/Ε ρε χαστούκια Πολυδούρη, Καρυωτάκης/Ε, “Κατά Σαδδουκαίων”- τι μοναξιά των στίχων». Ξεχωριστά επίσης τα ποίηματα: «Just ελληνόφωνος αθηναίος», «Στο κορίτσι της Νομαρχίας», καθώς και «Με τον τρόπο του Δ.Μ.». Στα δύο τελευταία είναι ιδιαίτερα διακειμενικός. Το ποίημα «Στο κορίτσι της Νομαρχίας» το αφιερώνει στη συγγραφέα και φιλόλογο Χριστίνα Ντουνιά που έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα, μεταξύ άλλων, με τη μελέτη της Μαρίας Πολυδούρη και του Κώστα Καρυωτάκη. Εδώ εμφανής η σύνδεση με την Πολυδούρη και τα έργα της. Όσο για το ποίημα «Με τον τρόπο του Δ.Μ.», που το αφιερώνει στον Βασίλη Βασιλικό, αισθάνομαι την ανάγκη να το παραθέσω ολόκληρο:

Mου’ ρθαν στο νου, την ώρα που ’τρεχα,
Ο Βαλτινός, ο Κούρτοβικ, ο Δήμου κι ο Βασιλικός
Τους γνώρισα, τους είδα από κοντά‒

Ο πρώτος μου ’μαθε το ύφος το γυμνό
Ο δεύτερος τη σημασία του καινούργιου
Ο τρίτος τον καημό της δρώσας απομόνωσης
Ο τέταρτος δαιμονική τη μίξη των ειδών
Κι όλοι μαζί: «Γράφω θα πει δεν τα μασάω».

Στίχο το στίχο μού ’ρχονταν και το ποίημα
Τό «γραφα» στο κεφάλι αλά Μενίδης καθώς έτρεχα
Ξημέρωμα με πεύκα και πουλιά, στίβος της Γράβας
Στο εξωτερικό κουλουάρ των 300 μέτρων.

Η αποτύπωση της αστικής εμπειρίας σε 19 ποιήματα και υποσημειώσεις, όπου κρίνεται αναγκαίο. Με το πολύ ιδιαίτερο βλέμμα του Δημήτρη Φύσσα, του Μήτσου όπως συνηθίζει να υπογράφει στα μηνύματά του σε φίλους και ομοτέχνους. Υπάρχει ένα «εγώ», αλλά σε συνάρτηση πάντα με την πόλη, την κοινωνική διάσταση, το ανθρώπινο δράμα. Γλώσσα με τσαγανό και πείσμα. «Γράφω θα πει δεν τα μασάω», δηλώνει ο ίδιος, άλλωστε! Ύφος καθόλου λυρικό, ή γλυκανάλατο, ή μελοδραματικό, συχνά ειρωνικό, όμως πάντα… αυθεντικό, δικό του.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Έργο: William Kentridge.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη