Ένας κοντοκουρεμένος νεαρός με έξι τζίβες στο κεφάλι, με παράξενα σχέδια στα μπράτσα και καρφιά στο στόμα, στα φρύδια, στη μύτη –παντού– κυκλοφορεί τελευταία στη γειτονιά μου. Μου χτύπησε την πόρτα. «Κάνω τα πάντα» είπε και άραξε απρόσκλητος στον καναπέ. Μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη για τα σύνεργα της δουλειάς. Τον έπιασα να κατασκοπεύει το σπίτι. «Μόνος; σε όλο αυτό…» έκανε απορημένος.
Έβγαλε ένα ντοσιέ. «Δες εδώ» έλεγαν τα μάτια του. «Κάνω τα πάντα» επανέλαβε. «Θες μια κούπα καφέ;» τον ρώτησα. «Δεν έχω χρόνο για τέτοια» είπε κι έσμιξε τα φρύδια του. «Σε λίγο νυχτώνει.»
«Ξέρεις ποια είναι τα πιο φονικά ζώα στον πλανήτη;» τον ρώτησα με μια κάμερα στο χέρι, λες και ήμουν ο Αρναούτογλου σε τηλεπαιχνίδι. Κούνησε το κεφάλι. «Αν απαντήσεις σωστά, έχεις τη δουλειά.»
«Ο καρχαρίας σε ένα χρόνο σκοτώνει δέκα, άλλους τόσους ο λύκος, το λιοντάρι και ο ελέφαντας εκατό, ο ιπποπόταμος πεντακόσιους, ο κροκόδειλος χίλιους, η μύγα τσε τσε εννέα χιλιάδες, τα σκυλιά σαράντα χιλιάδες, τα φίδια πενήντα χιλιάδες. Τα κουνούπια, όμως, έχουν την πιο φονική ευφυΐα. Έτσι δεν είναι;»
Σιωπηλός κουνούσε σαν το εκκρεμές πέρα δώθε τον δείκτη με σουφρωμένα τα χείλη, λες και ήταν ο μοναδικός στον πλανήτη που ήξερε την απάντηση.
«Έχεις κάτι γι’ αυτό;» τον ρώτησα. «Φέτος το καλοκαίρι περιμένουμε μαζική εισβολή από την Αφρική και την Ασία. Το είπαν στις ειδήσεις. Θα τρώνε σπιτικό φαγητό και θα παχύνουν επικίνδυνα.»
«Εσύ, δεν;…»
«Κάνω τα πάντα» είπε. «Ό,τι γουστάρεις!» Και σε λίγο: «Ευτυχώς οι δουλειές πάνε καλά τελευταία.»
Μου ζήτησε να πάει στην τουαλέτα. Έτσι καθώς τον έβλεπα στον διάδρομο μού φάνηκε βρικόλακας με έξι κεραίες, έτοιμες να μου ρουφήξουν το αίμα. Η γαμψή του μύτη, προβοσκίδα με βελόνια.
Καλού κακού έτριψα φύλλα βασιλικού σε ένα μπολ με ξύδι, έχωσα το χέρι και πασάλειψα πρόσωπο, πόδια, χέρια –για τα κουνούπια, που όχι μόνο μας πίνουν το αίμα αλλά είναι και φορείς απίθανων ασθενειών. Ποιος θέλει να γίνει αριθμός στη θλιβερή στατιστική;
Όταν γύρισε έκατσε σε απόσταση, στην καρέκλα του γραφείου. «Ξέρεις» μου κάνει «δεν είσαι ο μόνος· κι άλλοι το παθαίνουν αυτό. Έχω τη λύση για όλα. Διάλεξε τι θέλεις κ’ εγώ θα σου ντύσω το σπίτι με δράκους, νεκροκεφαλές, σαρκοφάγα λουλούδια, πιράνχας, κάθε λογής έντομα. Μετά, όλα o.k.»
Δεν ήθελα να επιμείνω ούτε να τον κρατήσω περισσότερο. «Κάνε ό,τι θέλεις» του είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα, καθώς η προβοσκίδα του σαν τηλεσκόπιο στόχευε το αφτί μου. «Ωραία!» είπε «φαίνεσαι καλός άνθρωπος, θα σου πάρω μόνο τριάντα ευρώ για όλη την πρόσοψη.»
Έβαλα το χέρι στην τσέπη και τον πλήρωσα. Έσκυψε το κεφάλι και με μια απότομη κίνηση έκρυψε τα χρήματα στην μπότα του. «Εγγυημένα πράγματα» είπε και κάγχασε. «Σε κατάσταση πολιορκίας, τα σπίτια χρειάζονται φύλακα… πόσω μάλλον ένα σπίτι διακοσίων του-μου.»
Διπλοκλείδωσα, έβαλα και τον σύρτη, έλεγξα τις σήτες, άναψα τα φιδάκια, ενεργοποίησα και τον συναγερμό. Μ’ ένα αντικουνουπικό φλίταρα παντού, για να κρατήσω καθαρό το αίμα μου.
«Όσο για το άλλο, έχεις δίκιο», είπε φεύγοντας· «αν εξαφανιστεί το φονικότερο ον του πλανήτη, η ζωή θα ξανανθίσει.»
Ανακουφισμένος ξάπλωσα στον καναπέ να πάρω έναν υπνάκο, αλλά δεν βολευόμουν. Ένιωσα ανάλαφρος σαν να ’χα καπνίσει γάρο, άνοιξα τα φτερά μου και πέταξα στον απέναντι τοίχο. Μια γλυκιά ζάλη με τύλιξε, τα βλέφαρά μου έκλεισαν, οι κεραίες μου δίπλωσαν και σε λίγο τα πνευμόνια μου άδειασαν από αέρα· έγινα αόρατος. Περισσότερα δεν θυμάμαι.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Rafael Kos.]








