Εκείνη τη φορά, που επέπρωτο να είναι η τελευταία, θα τον συναντούσε στο Αιγινήτειο, μετά από μια σειρά επισκέψεων, σε διάστημα πενταετίας, στο ιατρείο του, στη Δεξαμενή. Στο διάδρομο του νοσοκομείου το βλέμμα του διασταυρώθηκε με τα μάτια μιας γυναίκας, ασθενούς, που μόλις είχε εξέλθει από το γραφείο του γιατρού. Τον κοιτούσε αφηρημένα σαν να μην τον έβλεπε. Στο πρόσωπό της διαγραφόταν ένα χαμόγελο ηλίθιο, σαν ανοιχτή πληγή. Μία πληγή που την ένοιωθε βαθιά μέσα στην ψυχή του. Παραμέρισε τη γυναίκα με κόπο και αγωνία, κατάπιε το πηχτό σάλιο του και πριν περάσει, με τη σειρά του, το κατώφλι της εισόδου, πήρε βαθιά ανάσα για να ξεχάσει το χτυποκάρδι που βαρούσε ανυπόφορα στα μηνίγγια, το ίδιο χτυποκάρδι που τον συνόδευε όποτε ανηφόριζε τα σκαλοπάτια που κατέληγαν στην οδό Στρατιωτικού Συνδέσμου, το δρόμο όπου στεγαζόταν το ιατρείο του.
Ο γιατρός τον περίμενε όπως πάντοτε όρθιος. Ένας υπέροχος, πελώριος, ευρύστερνος θεός – πατέρας. Του πρότεινε την πλατιά του παλάμη και τον χαιρέτησε θερμά. Του έκανε νεύμα να καθίσει. Τα μάτια του σπινθηροβόλα, διαπεραστικά και συνάμα φιλικά, συγκαταβατικά. Το πρόσωπο μεγάλο, το μέτωπο πλατύ, οι κινήσεις του βραδείες όπως του ήλιου που πάει να βασιλεύσει, η φωνή του αργή, καθαρή, ζεστή, εκφραστική, ν’ ανεβοκατεβαίνει σε μια ποικιλία αναβαθμών, με προσεκτικό τονισμό, με οίηση και επιτήδευση. Όμως αυτή η χαρακτηριστική οίηση και επιτήδευση –που σε ορισμένους προκαλούσε φθόνο– δεν εμπόδιζε την επικοινωνία, δεν ταπείνωνε το συνομιλητή, αντίθετα προσέλκυε και φανέρωνε μια εσωτερική βασανισμένη επεξεργασία, ακραία οξυδέρκεια και πηγαία αποφασιστικότητα. Αποκάλυπτε την ιδιότητά του ως διανοούμενου και λογοτέχνη και κυρίως άφηνε τα ζωηρά αποτυπώματα μιας γενναίας ευγενικής βαθυστόχαστης και αγωνιώδους ψυχής. Την μεγαλοψυχία του προς αυτόν την είχε πιστοποιήσει προκαταβολικά από τις πρώτες συναντήσεις τους – σύντομα θα τον δεχόταν χωρίς αμοιβή. «Οι γονείς σου μου έδωσαν την εξουσιοδότηση να σε… συμβουλεύω… Θα είμαι εδώ κοντά σου, κυρίως με πολύ φιλία, για να μου εμπιστεύεσαι και να συζητάμε, όταν θέλεις, ό, τι σε απασχολεί… για να σε βοηθήσω να ξεμπερδέψεις…», του είχε πει τότε, αρχικά… «Να ξεμπερδέψω με τα αξεμπέρδευτα…» συλλογιζόταν πλέον όψιμα, θαλασσωμένος, ενώπιον του ίδιου ανθρώπου …
– Πόσο χρονών είσαι τώρα;
– Είκοσι…
– Πάντοτε νέος…
– Ένας νέος χωρίς μέλλον…
– Γιατί να είσαι απαισιόδοξος; Το μέλλον θα είναι λαμπρό… Μην υποτιμάς τη Σχολή σου, έχει πολύ ενδιαφέρον και εσύ είσαι πραγματικά ένας άνθρωπος ευφυής… μακάρι να ήμουν στη θέση σου… το πρόβλημά μου, το μόνο πρόβλημά μου είναι ο χρόνος τελικά…
«Εσείς μάλλον είσαστε ευφυής…» μονολόγησε μέσα του. «Εγώ δεν είμαι. Σε εσάς φαίνονται όλα εύκολα. Τα αρχαία ελληνικά και οι ξένες γλώσσες θα είναι, μου λέγατε όταν ήμουν μαθητής, παιχνίδι… Για εμένα ήταν και είναι σχεδόν όλα δύσκολα και στερημένα ενδιαφέροντος… Δε με ενδιαφέρει η επιστήμη… δεν είμαι παρά ένας ηλίθιος, μπλοκαρισμένος σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε συναισθηματικά, που δε θέλει με τίποτα ν’ απαλλαγεί από μία σχέση αυτοκαταστροφική…»
– Όταν μπλοκάρουμε συναισθηματικά, απομακρυνόμαστε για ένα χρονικό διάστημα, 15 μέρες έστω και ύστερα, εάν η σχέση αυτή εξακολουθεί να έχει βαρύνουσα σημασία για εμάς, επανερχόμαστε με τη διάθεση να επαν-οριοθετήσουμε, συνεργούντος του χρόνου που πέρασε, τα πράγματα, να συνεχίσουμε τη σχέση…
– Μετά τις 15 ημέρες θα ξαναγυρίσω στα ίδια… Πολλές φορές σκέφτομαι ότι ένα βήμα αρκεί για να τελειώσουν όλα… αλλά μέχρι στιγμής δεν έχω το κουράγιο ούτε να πεθάνω…
– Υπάρχουν τόσα πράγματα ενδιαφέροντα για να ζήσει και να χαρεί ένας άνθρωπος… Θα βρεις και το κουράγιο και την όρεξη…
«Άνθρωπο δε θα βρω…» του ψιθύρισε ο λογισμός του «όλοι μου φαίνεστε άσαρκοι, ψεύτικοι σαν σκιές… Είμαστε τελικά, τόσο ανεπαρκείς ο ένας για τον άλλο…».
Πέρασε ο καιρός. Εκείνος ο σπουδαίος άνθρωπος έφυγε από τη ζωή το 2000. Σήμερα μετά από 28 χρόνια, είναι σχεδόν συνομήλικός του. Δεν είναι πλέον νέος, δε θα μπορούσε να είναι πάντα νέος. Όμως αισθάνεται πως δεν είμαστε πτωχοί και ανεπαρκείς ο ένας για τον άλλο, αλλά, μέσα στην παραδοχή της πτώχειας και αδυναμίας μας, δώρο ατίμητο και πλούτος. Είμαστε επίσης ευφυείς, ιδιαίτερα ευφυείς, κυρίως μέσα στην ελλειπτικότητά μας –ίσως μπλοκαρισμένοι στην επίγνωση της ηλιθιότητάς μας. Η ευφυΐα μας παράδοξη δύναται ν’ αναθάλλει –έως πότε; Έως τέλους!– από τους χτύπους της καρδιάς μας… ως έκφραση αληθείας χαριτωμένη μέσα από το σκότος και το ψεύδος της ύπαρξης. Με την προσδοκία –όχι μιας άσαρκης «πνευματικής» παρηγοριάς– αλλά ενός σώματος κοινού, πνευματικά μεταμορφωμένου, ένδοξου και απέθαντου.
Αθήνα, 15 Μαΐου 2015
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Έργο: Nicolas de Staël.]