Μου γράφεις Δάσκαλε να συμμορφωθώ•
δεν ξέρω πια τι να σου απαντήσω.
Προχωρώ λοιπόν σ’ άλλα θέματα• τωρινά.
Ο κήπος που άφησες φεύγοντας από δω
θέλει πολλή δουλειά για να γίνει σαν πρώτα
κι έχω πεισμώσει, μα τω Θεώ, να τον φέρω στα ίσα του.
Όσοι τη στιγμή αυτή περνάνε πίσω από το φράκτη
θα δυσκολευτούν μέχρι το μεσημέρι να επιστρέψουν
γυρεύοντας πέρασμα πάνω στα κομμένα ξεροκλάδια.
Ας είναι. Η δουλειά μόνο να γίνει γιατί η άνοιξη κοντεύει.
Αλλά δε θα προδώσω τον ήχο της τσουγκράνας πάνω στο
χορτάρι,
ούτε και το τραχύ πριόνι θ’ αφήσω να σκουριάζει στην αποθήκη
για ν’ αγοράσω φυσητήρα και μηχάνημα κοπτικό.
Σε καιρό βροχής τραγουδάμε πάντα στα λουλούδια.
Ύστερα, τίποτα. Μονάχα δυο-τρεις αλλιώτικες
μα ακριβείς μεταφορές στα χέρια κάποιου
που δε θα γνωρίσουμε ποτέ. Κι ο καιρός κανενός.
[Από τη συλλογή Το κελαηδιστό πουκάμισο, κουκούτσι, Αθήνα 2015.]