ΤΑ ΧΑΡΤΟΚΟΥΤΑ
Βρέχει πάλι
Και αυτά τα ρημάδια τα χαρτόκουτα
δεν κρατάνε τα νερά.
Πολυλογάς ο καιρός
μουρμουρίζει και κλαίει.
Αχ, Θεέ μου!….
Δε με βαστάν τα πόδια μου
κι εσύ θες να χορέψω πεντοζάλη.
Ω, Στεναγμέ!….
σταμάτα κι εσύ να πιάνεις κουβέντα με τον καιρό.
Πόσο κουτός είσαι;
Δε βλέπεις ότι είναι δέσμιος με τα θεία;
Κι αλίμονο,
μη νομίζεις πως είμαι αντίθετη,
μα, να, με ενοχλεί που έστω και
μια φόρα δε ρώτησε κάποιον τι επιθυμεί.
Ταλαίπωροι άνθρωποι,
έχουμε μάθει να ζούμε με τα θελήματά του.
Αχ, Κύριε μου, κι αν Σε λατρεύω
τι κατάλαβα;
Αφού δεν ήρθες ποτέ
να πιούμε ένα κρασάκι!
Ησύχασε και η βροχή
και τώρα θα αρχίσουν τα πουλιά
να κελαηδάνε.
Ευλάβεια η φύση
και μεγαλείο ο κόσμος σου.
Θαρρώ πως έχεις δίκιο που κρύβεσαι
κι εγώ φοβάμαι τους ανθρώπους.
ΤΑ ΕΥΑΙΣΘΗΤΑ
Πλέον θα ακούς φωτιά να σιγοκαίγεται
και τα φτερά να ανοίγουν τα σπασμένα.
Κι έτσι χλωμή η ζεστασιά να φλέγεται
και τα κλειδιά στην είσοδο παρμένα.
Πλέον θα αφήσω τον μπαξέ στην τύχη του
να ‘ρθει η βροχή να τον αποτελειώσει.
Να μοιάζουν πέτρινα όλα τα τείχη του
ποτέ ξανά καρπός να μη φυτρώσει.
Πλέον θα μάθω κι άλλων τα ονόματα
κι ο χρόνος θα μου δώσει ευκαιρίες.
Της εποχής τα δωρεάν βιώματα
του πόνου να κοπούν οι εφημερίες.
Τώρα που μου στερέψαν τα ευαίσθητα
κι έχει η ραχοκοκαλιά σκληρύνει.
Σε καρτερεί ο δρόμος με τα αναίσθητα
να μάθεις πως θα αναζητάς ειρήνη.
ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΓΡΑΦΩ;
Θα πεις, θυσιάστηκες στα πρωτοσέλιδα,
έγινες όμηρος για τον όχλο.
Θα πεις, χορέψες εκείνο τον χορό του πάθους,
με μια ψυχή χορεύτρια.
Θα πεις, έψαξες όλες τις σπηλιές
για καταγάλανα νερά.
Θα πεις, στάθηκες στην άκρη της θάλασσας και
χαιρετούσες τα μπλε
Θα πω, χόρτασα τον ήλιο,
λούστηκαν τα μάτια μου χρώματα.
Θα πω, φτώχυνα από ησυχίες,
ξεχύθηκα στο χάος που θορυβούσε .
Θα πω, δεν ξέρω για ποιον γράφω,
δεν ξέρω για ποια σώματα.
Θα πω, στέκομαι στη μέση της θάλασσας και
ζω με κάθε κόστος τα μπλε.
[Φωτογραφία: Γιάννης Β. Κωβαίος.]








