Το Εγώ του ποιητή είναι ένας κριός που προσκρούει βίαια πάνω σ’ ένα απαγορευμένο μέλλον […]
Roman Jakobson, Το πρόβλημα Μαγιακόφσκι. Μια γενιά που σπατάλησε τους ποιητές της, μτφρ. Ρένα Κοσσέρη, Έρασμος, 2009 (1977), σ. 30.
***
[…] δουλειά της τέχνης δεν είναι να επαναλαμβάνει τα γεγονότα και τις εμπειρίες της καθημερινής ζωής με μια «ποιητική» γλώσσα, αλλά να παρουσιάζει τα πράγματα όπως είναι όταν θεωρούνται υπό το φως του πνεύματος.
Φίλιππος Σέρραρντ, Η μαρτυρία του ποιητή. Προοπτικές και παραλληλισμοί, Ίνδικτος, Αθήναι 1998, σ. 146.
***
[…] λογοτεχνική τιμιότητα πρώτα απ’ όλα σημαίνει το να μη βιάζεις ποτέ την έμπνευση, και δεύτερον το να μην επιχειρείς, ορμώμενος από ευτελή κίνητρα φιλοδοξίας ή επιτυχίας, να την παρουσιάσεις πλουσιότερη και υπερβατικότερη από ό,τι τυχαίνει να είναι: σημαίνει επίσης αντίδραση, κατά τη διάρκεια της εργασίας, στην πνευματική οκνηρία που εμποδίζει την ενδοσκόπηση να ολοκληρωθεί […]
Στην υπέρτατη τούτη τιμιότητα ως προς τη μέθοδο εργασίας, πρέπει να αντιστοιχεί και το πιο αυστηρό πρόγραμμα ζωής. Ο ποιητής οφείλει να αποβλέπει σ’ ένα ηθικό πρότυπο ανθρώπου όσο το δυνατόν πιο απομακρυσμένο από εκείνο του επαγγελματία των γραμμάτων, και παρόμοιο αντιθέτως με το πρότυπο του ερευνητή της αλήθειας του εξωτερικού είτε του εσωτερικού μας κόσμου […]
Ουμπέρτο Σάμπα, «Τι μένει να κάνουν οι ποιητές», στο E. Montale, G. Ungaretti, U. Saba, S. Quasimodo, Περί ποιήσεως, μτφρ. Νίκος Αλιφέρης, Άγρα, Αθήνα 2005, σ. 24, 30-31.
***
Η λέξη αντιθέτως που σέρνεται μες στο στομφώδες κενό της ρητορείας, ή που αρέσκεται στο παιχνίδι των διακοσμητικών και αισθητικών ονειροπολήσεων, ή που κυριαρχείται από ένα γραφικό πνεύμα αυθορμητισμού, ή από μια ηδυπαθή μελαγχολία, ή από σκοπούς καθαρά υποκειμενικούς αλλά και ταυτόχρονα οικουμενικούς, μου φαινόταν ότι δεν επιτύγχανε τον ποιητικό στόχο της.
Τζουζέππε Ουνγκαρέττι, «Απροσδιόριστη έμπνευση», στο E. Montale, G. Ungaretti, U. Saba, S. Quasimodo, Περί ποιήσεως, μτφρ. Νίκος Αλιφέρης, Άγρα, Αθήνα 2005, σ. 42.
***
Ο ποιητής, σήμερα, γνωρίζει πως δεν μπορεί να γράφει πια ειδύλλια ή λυρικά ωροσκόπια. […] Η ποιητική παράδοσή μας έδωσε πάντα την εικόνα στον ξένο αναγνώστη ενός χώρου απροσπέλαστου, κατακλυσμένου από ρητορικά πρότυπα, όπου ο άνθρωπος περνά τις καλύτερες στιγμές του σε μια ελεγειακή ατμόσφαιρα, αδιαφορώντας για τα αυθεντικά και ενδόμυχα πάθη του. Μετά από σαράντα χρόνια σιωπής της διεθνούς κριτικής, η Ευρώπη ξανάρχισε να διαβάζει τα ποιητικά μας κείμενα: όχι τα ερμητικά, τα προσηλωμένα στο πνεύμα της σχολής, αλλά εκείνα αντιθέτως που απαντούν ή θέτουν ερωτήματα στους ανθρώπους.
Σαλβατόρε Κουαζίμοντο, «Λόγος για την ποίηση», στο E. Montale, G. Ungaretti, U. Saba, S. Quasimodo, Περί ποιήσεως, μτφρ. Νίκος Αλιφέρης, Άγρα, Αθήνα 2005, σ. 60, 61.
***
Η ποίηση, στις μέρες μας, εκτίθεται σ’ έναν κίνδυνο που δεν προέρχεται από την ίδια, αλλά από τον λόγο στον οποίο αναφέρεται. Είναι θαμπωμένη απ’ αυτόν τον λόγο. Ο αναγνώστης δεν διαβάζει πια το ποίημα, διαβάζει τον ποιητή, τις παραπομπές του, τις τάσεις του. Διαβάζει αυτό που του ανακοινώνεται για τον ποιητή και για την ποίηση. Ο ποιητής έχει γίνει για τον κριτικό ένα μέσο για να δηλώνει εκείνος τις προτιμήσεις του, για να εκθέτει τις θεωρίες του, όχι για να δίνει πρόσβαση στο ποίημα αυτό καθαυτό. Πρόκειται, λοιπόν, για μια κριτική που διασαφηνίζει την ποίηση με μεσάζοντα τον κόσμο. Η αληθινή κριτική είναι ολωσδιόλου το αντίθετο, αποκαλύπτει τον κόσμο δια μέσου της ποίησης. Προσεγγίζει τις ενέργειες της γλώσσας χωρίς άλλο όργανο πέρα από μόνη την ποίηση.
Άδωνις, «Έξι σημειώματα απ’ την πλευρά του ανέμου», μτφρ. Δημήτρης Αγγελής, Ευθύνη, τχ. 314/1998, σ. 76-77.
***
Ας είμαστε ειλικρινείς: αυτή τη στιγμή η τέχνη ούτε προκαλεί πια το ενδιαφέρον ούτε έχει ζήτηση. […] Όποιος θεωρεί εαυτόν επαρκή στην τεχνική της ποίησης ζητά μια γρήγορη επιβεβαίωση, κοντολογίς την επιτυχία, έστω και μέσα στον κύκλο μιας μικρής ομάδας, ενός μικρού περιοδικού. Αν δεν υπάρξει ταχεία παραδοχή από τους κριτές (που κι αυτοί με τη σειρά τους γράφουν στίχους), ο ποιητής είναι έτοιμος να αλλάξει και τρόπο και ύφος• μπορεί μάλιστα ο ίδιος να πιστεύει καλόπιστα πως αναζητά τον εαυτό του, μα στην πραγματικότητα δεν αναζητά μέσα του παρά το μέρος εκείνο του εαυτού του το πιο αποδεκτό από τους άλλους, το πιο εμπορεύσιμο.
Εουτζένιο Μοντάλε, «7 ερωτήσεις για την ποίηση», στο E. Montale, G. Ungaretti, U. Saba, S. Quasimodo, Περί ποιήσεως, μτφρ. Νίκος Αλιφέρης, Άγρα, Αθήνα 2005, σ. 85, 86.
***
[…] το ποίημα είναι ήδη έτοιμο, προτού ακόμα αρχίσει, μόνο που δεν γνωρίζει ακόμη το κείμενό του.
[…] δεν θεωρώ το μοντέρνο ποίημα πρόσφορο για απαγγελία, ούτε προς το συμφέρον του ποιήματος ούτε προς το συμφέρον του ακροατή. Το ποίημα γίνεται μάλλον κατανοητό με την ανάγνωση.
Να φτάνει κανείς αργά, αργά στον εαυτό του, αργά στη φήμη, αργά στα φεστιβάλ.
Gottfried Benn, Προβλήματα της λυρικής ποίησης, μτφρ. Θεόδωρος Άδραστος, Υπερίων, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 48, 80, 84.
***
Και σε τελευταία ανάλυση, η ιδιαιτερότητα της Ρωσίας δεν έγκειται τόσο στο γεγονός πως σήμερα έχουν τραγικά εκλείψει οι μεγάλοι της ποιητές, αλλά στο γεγονός πως πριν από λίγο υπήρχαν ακόμα.
Roman Jakobson, Το πρόβλημα Μαγιακόφσκι. Μια γενιά που σπατάλησε τους ποιητές της, μτφρ. Ρένα Κοσσέρη, Έρασμος, 2009 (1977), σ. 71.
[Φωτογραφία: Vincent Chung.]








