1.
Είναι το σπίτι μου αυτό;
Ποιος
Με ποια άδεια
Έβαψε κάγκελα μαύρα;
Γιατί βουβάθηκε η αγορά
Κι εσίγησαν οι γλάροι;
Είχε χαρές το σπίτι μου
Κατεστραμμένες;
Θεμέλια χέρσα;
Φωλιές πουλιών ξεσπιτωμένων;
Είχε το σπίτι μου χαλάσματα;
Ρήτορες ν’ αγορεύουν
Στους ρημαγμένους τοίχους
Και την Ειρήνη να στενάζει
Στα υπόγεια;
Κι όμως, αυτό είναι το σπίτι μου.
Δω δα
Είν’ ο πατέρας μου
Κι η θεία μου
Κι οι άλλοι πεθαμένοι.
(Μα ζωντανούς δεν καλοβλέπω)
2.
Θέλω να πάρω σπίτι μου
Την άμμο.
Με το χρυσό της χάδι το βράδυ να ξαπλώσω
Και το πρωί μαζί της παιχνιδιάρικα να σηκωθώ.
Μεγάλα φορτηγά με άμμο να νοικιάσω πρέπει.
Έναν μικρό άσπρο ήλιο
Να την ζεσταίνει το πρωί
Και μια θερμάστρα για το βράδυ.
Και πότε-πότε
Ένα αεράκι θέλω
Ηδονικά στην πλάτη να με μαστιγώνει
Με τη σπιτική μου άμμο.
Κι έναν μικρό ανεμοστρόβιλο
Κι ας τσούξουνε τα μάτια.
Μικρή θυσία
Για το ζωντάνεμα της άμμου.
Τις χαραμάδες μόνο να προσέξω
Μη και στον άνεμο η άμμος επιστρέψει
Κι εγώ ξανά
Με ψεύτικες ελπίδες πρέπει να ξαπλώνω.
[Από την ποιητική συλλογή Δοκιμάζοντας την αλήθεια του συμπυκνωμένου χρόνου, Φωτογραφίζοντας, Αθήνα 2014. Το δεύτερο ποίημα αφορμάται από στίχο της Κικής Δημουλά, από το ποίημα «Θερινές παραστάσεις».]








