Με τους πρώτους ήχους του ρολογιού•
τα μάγουλά της φούσκωσαν, τα χείλη της σφίχτηκαν
κι απ᾽ την μικρή σάρκινη τρυπούλα τους στόματός της
δαχτυλίδια καπνού ξεχύθηκαν στον αέρα.
Μια τούφα από ανήσυχα πούπουλα γλύστρησε απ᾽τις γαλάζιες ραφές
του παχουλού μαξιλαριού της, που ανάσανε μ᾽ανακούφιση καθώς
τα μαύρα μαλλιά της άρχισαν ν᾽ ανυψώνονται
ακολουθώντας φτερά και τικ-τακ.
Ο αέρας γέμισε ήχους, πούπουλα, καπνούς και μαύρα μαλλιά.
Άναψε καινούργιο τσιγάρο και ξανάπιασε το μολύβι.
Χωρίς να το θέλει σκέφτηκε τα πνευμόνια της
ν᾽ αργοσαλεύουν κάτω από τα πλευρά της, κάθε που ανέπνεε.
Διασκέδαζαν ή δυσανασχετούσαν καθώς έχαναν το ρόδινο χρώμα τους;
Ένοιωσε ν᾽ανησυχεί. Δεν της άρεσαν οι μακροχρόνιες συσσωρεύσεις,
οι αργές μετατροπές, οι ξαφνικές εκρήξεις.
Ιδέα δεν είχε τι της επιφύλασσαν τα τζιγέρια της
και το χειρότερο, ένιωθε συνένοχη σε πιθανή μελλοντική συνωμοσία.
Η καύτρα του τσιγάρου της έσβησε. Ίσως και να τρύπωσε κάπου.
Θύμωσε! Άναψε καινούργιο τσιγάρο
κι άφησε το βλέμμα της στο γκριζοκόκκινο καπέλο του•
μέχρι που χάθηκε κι αυτό στο σκοτάδι.
[Φωτογραφία: Laura Makabresku.]







