Ο ΕΠΑΙΤΗΣ
Το δειλινό κρεμούσε την επίσημη ενδυμασία του όταν, την ησυχία, διέκοψε ένας επαίτης, ορμώντας σαν ξαφνικό αγέρι μες στο ξωκλήσι. Ένα σακί κεφάλια κρατούσαν τα χέρια του κι ένας πόνος αβάσταχτος κρεμόταν απ’ τα μάτια. Οι πιστοί παραμέρισαν οπλίζοντας το σταυροκόπημά τους, ο ιερέας διέκοψε την λειτουργία, τα παιδιά κρύφτηκαν στις φούστες των μανάδων. «Τι θέλεις εδώ;» φώναξαν, «ν’ ακουμπήσω κάπου την ζωή» απήντησε ο ζητιάνος κι άφησε να πέσει με κρότο στο πάτωμα το σακί. «Τα κεφάλια όλων εκείνων που δεν συγχώρεσα. Πλήθυναν με τα χρόνια και, τώρα, δυσχεραίνουν κάθε μου βήμα, τραβώντας τη σκέψη προς την θλίψη ως τα γκέμια στρίβουν το άλογο».
«Τα μάτια τους με οδήγησαν εδώ» είπε με μισή φωνή, «βοηθήστε με» και στεκόταν εκεί μονάχος, δέντρο εκτεθειμένο σε έρημη κορφή, παρακαλώντας να βρέξει δυο δράμια ψυχή, να βγάλει κι αυτή την εβδομάδα. Μα πώς να τον βοηθήσεις. Ό,τι έχει σάρκα κι οστά είναι εύκολο, κόβεις ένα κομμάτι και μοιράζεσαι, μα την ψυχή, πώς να την μοιραστείς; Ολόκληρη την δίνεις ή καθόλου… ‒Αυτό η ζωή: σηκώνεις τον θεό κι ευθύς, από κάτω, πετάγεται το φίδι.
– Τι θέλεις από εμάς; επανέλαβαν.
– Πρόδωσα τον χρόνο και θέλω να κρυφτώ.
– Δεν κρύβεται κανείς από τον χρόνο.
– Κι όμως κρύβεται, όταν αγαπάει.
Κι άρχισε ο επαίτης να αγκαλιάζει ασυνάρτητα ανθρώπους, σαν να πρόσταζε την καρδιά του να ανθίσει, ερήμην κάθε πυρκαγιάς τριγύρω.
Σαν γύρισα στο σπίτι το βράδυ εκείνο, έπαιζε στο ραδιόφωνο η γνωστή θλίψη των ποιητών. Έχυσα δυο δάχτυλα από το αίμα τού επαίτη στο ποτήρι, διέταξα τον στρατό της βιβλιοθήκης να θυσιαστεί για μένα κι έριξα δύο μπαλωθιές στον αέρα, να σημάνω το τέλος ενός ακόμη Πάσχα.
Μα όταν σκοτεινιάζει και γεμίζει σύννεφα ο ουρανός, είναι ώρες σαν κι αυτή, που νιώθω να ’μαι εγώ η πληγή αυτού του κόσμου, και να με ξεπλένει ο θεός
με βαμβάκι και βροχή.
__________________________
ΥΜΝΟΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ
στον Αλμπέρ Καμύ
Ι – Ο ύμνος του παραλόγου
Να ξεκινάς Οδύσσειες,
ενώ βλέπεις
πως η Ιθάκες αλλάζουν συνέχεια θέση.
ΙΙ – Ο ύμνος της ματαιότητας
Να σου παίρνει μέτρα ο θάνατος
κι εσύ ν’ ανησυχείς
πώς θα φανείς μες στο κουστούμι.
‒Ωραίος που ’ναι ο νεκρός.
Απλώς, τοπίο.
ΙΙΙ – Ο ύμνος της πίστης
Αμυγδαλιά να εμπιστεύεσαι
καθώς, χειμώνας, γύρω
διαρκώς σε ταπεινώνει.
ΙV – Ο ύμνος της ήττας
Να τριγυρνάς γυμνός
ενώ όλοι γύρω μασκαρεύονται
τις νίκες τους.
‒Ανθίζει κι η αποτυχία, απλά προς το μαβί.
V – Ο ύμνος της αγάπης
Τόσο δικό σου,
που το συνέτριψες στην αγκαλιά.
‒Αλίμονο σε όσους αγαπάνε!
Φορούν ανδρεία πόδια,
μα σε δειλό χώμα περπατούν.
VΙ – Ο ύμνος της ύπαρξης
Αυτό είμαστε:
Ζωή κοντή επάνω σε ψηλά τακούνια.
Απεγνωσμένη να φανεί πάνω από τη σκόνη.
[Από τη συλλογή Εξορία στην γέννηση (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2015), που μόλις κυκλοφόρησε.]