Μετάφραση: Αντώνης Η. Σακελλαρίου
Ακόμα φυσά εκεί ο αγέρας που θυμούμαι ν’ ανάβει
τις χαίτες των αλόγων σαν τρέχουν πλαγιαστά
στο μήκος των πεδιάδων, αγέρας
που σπιλώνει και διαβρώνει τον ψαμμόλιθο και την καρδιά
των θλιβερών κιόνων, ριγμένων ανάστροφα
στο χορτάρι. Ψυχή αρχαία, σταχτιά
από μνησικακίες, γύρνα στον άνεμον αυτό, μύρισε
τον λεπτό μόσχο που ξαναντύνει
τους γίγαντες, αυτούς που ο ουρανός έριξε κάτω.
Πόσο μοναχικός είναι ο χώρος που σας ανήκει!
Και πιότερο λυπάσαι αν καμιά φορά ακουστεί ο ήχος
που μακραίνει πολύ προς τη θάλασσα,
όπου ο Έσπερος ακόμα κόβει λουρίδες το πρωινό:
η εβραίικη άρπα πάλλει θλιβερά
στο στόμα του καροτσιέρη που ανεβαίνει
το λόφο τον λουσμένο στο σεληνόφως, αργά
σαν μουρμουρίζουν οι σαρακηνές ελιές.
[Έργο του Κωνσταντίνου Μαλέα.]