επιμέλεια-σημειώσεις : Δημήτρης Κόκορης
ΠΡΟΛΟΓΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Αφ’ ενός αρκετοί ηθοποιοί, λαϊκοί τραγουδιστές και ποδοσφαιριστές θαυμάστηκαν και αγαπήθηκαν, αφ’ ετέρου οι καλλιτεχνικές και αθλητικές εκφράσεις μαζικής αποδοχής κατά καιρούς θεωρήθηκαν αντιπνευματικές, αισθητικά κακόγουστες και ιδεολογικά συντηρητικές. Εδώ ήταν αφορμές για το ξεδίπλωμα μιας έκφρασης, που φιλοδόξησε να λειτουργήσει ποιητικά. Η σειρά παράθεσης των ποιημάτων υπαγορεύθηκε από τη χρονολογία θανάτου των τιμωμένων.
1. ΜΑΡΙΚΑ ΝΙΝΟΥ
Απ’ της ζωής τα βάσανα ώς της φωνής τη γλύκα
δεν είναι η απόσταση μικρή, μα εσύ την περπατούσες
με βήματα τσαχπίνικα και με καυκάσια προίκα
μάτια φεγγάρια που έλαμπαν, καθώς ακροβατούσες.
Η αρρώστια σ’ έστειλε νωρίς στης σκοτεινιάς τον κάμπο
ο Χάροντας σε δέχτηκε βροντώντας τ’ άρματά του
όμως η δέσμη του φωτός περνά σε τέμπο μάμπο
απ’ τη ρωγμή που άνοιξες στον τοίχο του θανάτου.
2. ΜΕΡΙΛΙΝ ΜΟΝΡΟΕ
«Το σώμα σου το κάναμε γινάτι και ταμπούρι».
Σωστά το έγραψε ο Θωμάς, μαγείρευες τον πόθο
η τρυφερή σου ανασεμιά λουίζα και λαθούρι
κι η θύμησή σου απαλλαγή απ’ της ζωής το βρόχο.
Σε αγαπάμε αληθινά, γι’ αυτό που όντως ήσουν
σταγόνα ολόδροση και αφή της νοτισμένη χλόης
ήταν τελείως περιττό τη γη σου να πατήσουν
του comme il faut οι παπαριές με Οδυσσέα και Τζόυς.
3. ΑΝΝΑ ΜΑΝΙΑΝΙ
Ήρθες το ’908, το ίδιο κι η γιαγιά μου.
Αδιάφορο. η λάβα σου στα σωθικά μου τρέχει
αγγελοφίλητο κορμί, μελαχρινή ομορφιά μου,
σε λάτρεψε η κάμερα, στενάζει που δεν σ’ έχει.
Ηφαίστειο, θηλυκό θεριό, της αμαρτίας αγέρι,
εσύ ήσουν η Bellissima, βαθύ αγάπης χρώμα,
στο στήθος σου ζωγράφιζε αβρό ουράνιο χέρι
είμαι ΑΕΚ, μα για χάρη σου είμαι και λίγο Ρόμα.
4. ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΤΣΑΟΥΣΑΚΗΣ
Αστέρια τού Κουλέ Καφέ κι ανθοί της Άνω Πόλης
φιλήθηκαν και φτιάξανε μαγιάτικο στεφάνι
ένα ζεϊμπέκικο βαρύ, καημός της ζήσης όλης .
αυτά ήταν το βραβείο του, για τέτοιο μάγκα φτάνει ;
Είχε φωνή σαν σίδερο, βραχνάδα σαν φεγγάρι
που ρίχνει ανταύγειες ασημιές στους τοίχους μαύρης μάντρας
τα ταβερνάκια τ’ ουρανού φωνάξανε «Μακάρι!»
σαν μάθαν πως τους έρχεται τέτοιος ντερβίσης άντρας.
5. ΓΕΩΡΓΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ
Μάλλον η Ομορφάσχημη δεν γράφτηκε για σένα!
Καλύτερα . το «άσχημη» σε αδικεί, γλυκιά μου
το γέλιο και το δάκρυ σου ήταν αμπαρωμένα
κι όταν απογειώθηκαν, γίναν ανθός της άμμου.
Στο τρυφερό χειλάκι σου φύτρωναν λίγες τρίχες
μα είσαι το γλυκοχάραμα που μπαίνει απ’ το φεγγίτη
έσταζε φως απ’ το βολάν, προπάντων όταν είχες
συνοδηγό τον γίγαντα Βασίλη Αυλωνίτη.
6. ΠΙΤΕΡ ΣΕΛΛΕΡΣ
Ήσουν εκεί, κύριε Τσανς, κι αντάμωσες τον Πίτερ
που σ’ έπλασε λεπταίσθητο σαν πέπλο της Αρήτης
στυφά του κήπου ταίριαζες κι έκανες μπάζερ μπίτερ
μα έγινες θύμα τελικά, παίγνιο κι όχι θύτης.
Όταν ντυνότανε Κλουζώ τους δόλιους αντιπάλους
τους τσάκιζε με τη ματιά κι όχι με το φραγγέλιο
κι όταν αινίγματα έλυνε σε μυστικούς δαιδάλους
σαν καταρράχτης ξέσπαγε λυτρωτικό το γέλιο.
7. ΣΑΠΦΩ ΝΟΤΑΡΑ
Πίσω απ’ την άγρια φωνή καυτό το αίμα πάλλει
η θηλυκότητά σου απτή κάτω από γκρίζο ντύμα
δεν την κατάλαβε κανείς ! Των φύλων φταίει η πάλη
και το μικρό σου όνομα που έδινε λάθος σήμα.
Σαπφώ, πουλί της μοναξιάς, θρήνου πικρού κλωνάρι,
μας δώρισες ψιθυριστά το πιο λαμπρό διαμάντι
όταν αφουγκραζόσουνα σε σκοτεινό πατάρι
του Χατζιδάκι τον σφυγμό και του Παπαδιαμάντη.
8. ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
Της μολυβιάς σου ο αχός δεν στόμωσε, δεν σβήνει
περαστικές οι αγάπες σου, μα ρίζωσαν βαθιά
θάμπωσε λίγο η μνήμη σου μες στων καιρών τη δίνη
αλλά ο λυγμός σου πλάτυνε και έβγαλε φτερά.
Τσιγγάνας γάλα βύζαξες, γλυκιάς φωνής αγέρα
στα ορυχεία του καημού ήσουν εργάτης τέλειος
κάποτε τράβηξες κουπί στης φτήνιας τη γαλέρα
μα τις δικές σου χαμηλές τις ζήλευε κι ο Στέλιος.
9. ΚΑΖΙΜΙΡ ΝΤΕΪΝΑ
Αυτός κι αν ήταν σέντερ χαφ! Ο ορισμός του «δέκα»
οι επινοήσεις του σαν φως μες στο πηχτό σκοτάδι
η στέπα ηχούσε μέσα του, δαιμόνιο και γυναίκα,
έβαζε ρίγα στις μπαλιές με της ψυχής το αλφάδι.
Πυκνοί καπνοί της φάμπρικας χώθηκαν στην πνοή του
μα αυτός το τόπι φόραγε στα χείλη αναπνευστήρα
τσαλάκωσαν και σκίσανε σαν φύλλο τη ζωή του
η μέθη της ταχύτητας και η πουτάνα η μοίρα.
10. ΛΑΚΗΣ ΣΟΦΙΑΝΟΣ
Στη Γούβα, όταν μεγάλωνα, σφύριζαν μαύρες σφαίρες
φτώχεια, αδικία, λασπουριά και αίμα στα σοκάκια
μα όταν το τόπι ακούμπησα, παρ’ όλες τις φοβέρες,
άνοιξαν οι επτά ουρανοί και της χαράς τ’ αυλάκια.
Σαν τη δαντέλα λύγιζα τη μέση και τους ώμους
την αμαρτία φίλησα, θάνατο δεν φοβόμουν.
Τον βρήκα αιωρούμενος, ξηλώνοντας τους νόμους.
Τον ύπνο δεν τον χάρηκα . πάντα λαγοκοιμόμουν.
11. ΣΤΡΑΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
Στη Σαλονίκη σ’ έβγαλε το κύμα της Νιγρίτας
ψυχής βαθιάς παράπονο φώλιαζε στη φωνή σου
ανήφορο ανέβαινες κι ο ψίθυρος μιας ήττας
κρυβόταν μα τον ένιωθες . τον έπιανε το αυτί σου.
Τη φυλακή την άντεξες και τα βαριά σου πάθη
πικρό αηδόνι της αυγής, κοιμάσαι ή θυμάσαι;
Το μεγαλείο της φωνής δεν σκέπασε τα λάθη
μα ό,τι κι αν έγινε, για μας, και πάλι μάγκας θά ’σαι.
12. ΧΟΥΑΝ ΓΚΙΛΜΠΕΡΤΟ ΦΟΥΝΕΣ
Ο αγριεμένος «Μπάφαλο» δεν βόσκει στα λιβάδια
βαριά πατούσε στο τερέν και άνοιγε αυλάκι
έπαιρνε παραμάζωμα άμυνες και σημάδια
κι ο Χάρος τον προσκάλεσε για μια παρτίδα σκάκι.
Παιχνίδι που δεν ήθελε καρδιά, μονάχα σκέψη.
Ο Χουανίτο ψέλλισε «καρδιά, κάτσε στο πλάι»,
μα αυτή η βλαμμένη θύμωσε, είπε να τον παιδέψει
έκανε μούτρα, ντύθηκε κι έπαψε να χτυπάει.
13. ΚΩΣΤΑΣ ΔΑΒΟΥΡΛΗΣ
Κοιμάσαι, μαύρε πρίγκιπα, στης θύμησης τη γιόμα;
Μπα! Είσαι πάλι ξυπνητός σαν τότε που ρωτούσες
«Τι ώρα παίζουμε αύριο; Μας παίρνει για ένα ακόμα;»
και στων γηπέδων τους ναούς μετά ιερουργούσες.
Το αριστερό σου άδειαζε της θλίψης τα παγκάρια
το σύστημα το έγραφες στην άμμο της ερήμου
το τελευταίο σου βολέ τράνταξε τα δοκάρια
μόλις που πρόλαβες να πεις : «… την Παναχαϊκή μου!».
14. ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ
Χρυσό μου, φύγε γρήγορα απ’ της σκιάς το σπίτι
λύγισε το κορμάκι σου στου dancing bar την πίστα
παράτα την τη στράτευση και παίξε prima vista
στο αλωνάκι της ψυχής, αηδόνι και σπουργίτι.
Η κωμωδία σού πήγαινε, το ήξερες βαθιά σου
μα η σοβαροφάνεια σού ζέσταινε το αίμα
είχες μια σπίθα παιγνιδιού στο βιολετί σου βλέμμα
όταν το γκρίζο απόγευμα χάιδευε τα μαλλιά σου.
15. ΜΠΟΜΠΙ ΜΟΥΡ
Δεν είχες μπόι και θωριά μα ήσουν μεγάλος παίχτης
με το μυαλό, με την καρδιά και με το νταηλίκι
στο άγριο δάσος σ’ έστελναν, χωρίς να είσαι φταίχτης
και πάντα επιβίωνες . δεν σ’ έτρωγαν οι λύκοι.
Τώρα για σένα τα σφυριά ηχούν σαν βιολοντσέλα
οι φίλοι σου σ’ όλη τη Γη φτιάχνουν παγκόσμιο κόμμα
ώς πότε όμως, παλιόφιλε, θα κουβαλάς την τρέλα,
αυτά τα κόκνεϊ του East End να τα μιλάς ακόμα;
16. ΑΛΙΚΗ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ
Σε είπανε ατάλαντη, μίμο που κάνει νάζια
δεν είχαν κι άδικο, αφού δεν εποιούσες ήθος
μα είσαι λαμπερή φωτιά σε θάλασσα γαλάζια
κι αγγίζεις τις αθώες καρδιές σαν προσευχή, σαν μύθος.
Σίγουρα θα ’χεις αυλικούς κι εκεί, στην άλλη όχθη,
ίσως με πράξεις θαυμασμού να υποχωρούν κι οι πόνοι.
Πες μου, όμως, δικαιώθηκαν οι φοβεροί σου μόχθοι
ή με χιλιάδες γύρω σου νιώθεις και πάλι μόνη;
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1-Η Μαρίκα Νίνου (Κωνσταντινούπολη, 1918 – Αθήνα, 1957) ήλθε το 1947 στην Αθήνα από τον Καύκασο, όπου είχε μεταναστεύσει. Αρχικά, εμφανίστηκε κάνοντας ακροβατικά νούμερα σε κέντρα ως μέλος του «Ντούο Νίνο και μισό», το οποίο αποτελούσαν η ίδια, ο άντρας της και το παιδί τους.
2-Το ποίημα «Μαίριλυν» του Θωμά Γκόρπα , το οποίο προέρχεται από την ποιητική συλλογή του Παλιές ειδήσεις (1966), περιέχει τον εντός εισαγωγικών στίχο.
-Στην πασίγνωστη και εμφανώς στημένη φωτογραφία, που τράβηξε στο Λονγκ Άϊλαντ η Ιβ Άρνολντ για το περιοδικό Esquire, η Μέριλιν Μονρόε (Λος Άντζελες, 1926-1962) διαβάζει το εμβληματικό νεωτερικό μυθιστόρημα του Τζέιμς Τζόυς Οδυσσέας, το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1922.
3-Η Ιταλίδα ηθοποιός Άννα Μανιάνι (Ρώμη, 1908-1973) πρωταγωνίστησε σε πολλές, κλασικές πλέον, ταινίες. Μία από αυτές ήταν η ταινία Bellissima (1951) του Λουκίνο Βισκόντι. Η Μανιάνι υποδυόταν μία μητέρα της εργατικής τάξης, η οποία έκανε τα πάντα, ώστε η παιδικής ηλικίας κόρη της να καταξιωθεί στο χώρο του κινηματογραφικού θεάματος και να επιβληθεί ως πρότυπο γοητείας και καλλονής (Bellissima).
-Ίσως στον τελευταίο στίχο, πέραν της ευθείας αναφοράς στη γνωστή ποδοσφαιρική ομάδα της «αιώνιας πόλης», να απηχούνται και οι ταινίες Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη (1945) του Ρομπέρτο Ροσελίνι, Mamma Roma (1962) του Πιερ Πάολο Παζολίνι και Roma (1972) του Φεντερίκο Φελίνι, στις οποίες η Μανιάνι πρωταγωνίστησε.
4-Ο Πρόδρομος Τσαουσάκης (Κωνσταντινούπολη, 1919 – Αθήνα, 1979) μεγάλωσε στη δυτική Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, στη συνοικία «Κουλέ Καφέ». Ο Βασίλης Τσιτσάνης (1915-1984) εμπιστεύτηκε σε αυτόν ορισμένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, μεταξύ των οποίων και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» (1948).
5-Η ομορφάσχημη : αφήγημα του Νίκου Καχτίτση, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαγώνιος, τχ. 2, 1960, σ. 1-28. Η Γεωργία Βασιλειάδου (Αθήνα, 1897 – 1980) έχει θεωρηθεί «η ομορφότερη άσχημη» (βλ. για παράδειγμα) του ελληνικού κινηματογράφου.
–Βασίλης Αυλωνίτης (1904-1970).
6-Ο Βρετανός ηθοποιός Πίτερ Σέλλερς (Πόρτσμουθ, 1925 – Λονδίνο, 1980) έγινε πασίγνωστος υποδυόμενος τον επιθεωρητή Κλουζώ στη σειρά ταινιών Ροζ Πάνθηρας. Πρωταγωνίστησε μεταξύ άλλων και στην ταινία Να είσαι εκεί, κύριε Τσανς (1979) του Χαλ Άσμπυ . Υποδυόταν έναν αφελή κηπουρό, που η συγκυρία, οι απρόσωπες εξουσιαστικές δομές και η ανθρώπινη ανοησία τον έφεραν ένα βήμα πριν από την ανάληψη της Προεδρίας των ΗΠΑ.
–Αρήτη: μητέρα της Ναυσικάς. Μαζί με τον σύζυγό της Αλκίνοο, βασιλιά των Φαιάκων, περιέθαλψαν τον ομηρικό Οδυσσέα.
-«στυφά του κήπου» : πρβλ. τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη από τα Δυτικά της λύπης (1995) «[…] Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία / Όπως μπορεί και να την φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι / Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη».
–μπάζερ μπίτερ (buzzer beater) : το τελευταίο σουτ που γίνεται σε αγώνα μπάσκετ, δέκατα του δευτερολέπτου πριν ακουστεί η κόρνα της λήξης. Ο όρος χρησιμοποιείται για σουτ που καταλήγει σε καλάθι, το οποίο αλλάζει το αποτέλεσμα (όχι απλώς το σκορ) του αγώνα, διαμορφώνοντας τη διαγραφόμενη ήττα σε ισοπαλία ή σε νίκη.
7-Η Σαπφώ Νοταρά (Ηράκλειο Κρήτης ή Βήσσανη Ιωαννίνων, 1907 – Αθήνα, 1985) έλαβε μέρος και στη θεατρική παράσταση Πορνογραφία (δίσκος : 1982), ερμηνεύοντας, μαζί με τον Ηλία Λιούγκο, και το τραγούδι «Στην οδό του Μπλαμαντώ» (μουσική : Μάνος Χατζιδάκις, στίχοι : Ζαν Πολ Σαρτρ, απόδοση στίχων : Αλέξης Σολομός). Επί διευθύνσεως (1975-1982) Μάνου Χατζιδάκι (1925-1994), διάβασε στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας τα διηγήματα «Υπηρέτρα», «Το σπιτάκι στο λιβάδι», «Φώτα ολόφωτα», «Ωχ βασανάκια», «Το καμίνι», «Το μοιρολόγι της Φώκιας», «Έρωτας στα χιόνια» (ενδεχομένως και άλλα). Οι αναγνώσεις των αναγραφομένων διηγημάτων διασώζονται σε διαδικτυακές διευθύνσεις (βλ. ενδεικτικά).
8– «Μολυβιά» (1988 / Λ. Ζέρβα – Ανδρ. Σπυρόπουλου), «Αγάπες μου περαστικές» (1977 / Μ. Χριστόπουλου – Σ. Καπίρη), «Τσιγγάνας γάλα (1982 / Θ. Καμπουρίδη – Ανδρ. Σπυρόπουλου) : τρία από τα καλύτερα τραγούδια που ερμήνευσε ο Μανώλης Αγγελόπουλος (Καβάλα ή Άγιος Αθανάσιος Δράμας, 1939 – Λονδίνο, 1989).
-«γλυκιάς φωνή αγέρα» : πρβλ. τον στίχο του Διονυσίου Σολωμού (Ελεύθεροι Πολιορκημένοι – Σχεδίασμα Β΄ ) : «πάλι μου ξίππασε τ’ αυτί γλυκειάς φωνής αγέρας».
9-Ο Κάζιμιρ Ντέινα (Στάρογκραντ Γκτανσκ, 1947 – Σαν Ντιέγκο Καλιφόρνιας, 1989) αγωνίστηκε στην Λέγκια Βαρσοβίας (1966-1978), στην Μάντσεστερ Σίτυ (1978-1981) και σε αρκετές ακόμη ομάδες. Έπαιξε ογδόντα πέντε (85) φορές στην Εθνική Ομάδα της Πολωνίας. Σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα.
10–Γούβα : συνοικία της Αθήνας, μεταξύ Νέου Κόσμου, Βύρωνα και Παγκρατίου.
-Ο Λάκης Σοφιανός (Αθήνα, 1930 – Πειραιάς, 1989) διακρίθηκε κυρίως ως ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού κατά τη δεκαετία του 1950. Στη διάρκεια της ζωής του είχε εμπλοκές με τη Δικαιοσύνη. Βρέθηκε απαγχονισμένος σε κελί των Φυλακών Κορυδαλλού, στις 2 Αυγούστου 1989.
11-«Και πάλι μάγκας θα ’σαι» (1980 / Μπ. Μπακάλη – Σ. Τσενέ) : βαρύ ζεϊμπέκικο, από τα όχι πολύ γνωστά τραγούδια που ερμήνευσε ο Στράτος Διονυσίου (Νιγρίτα Σερρών, 1934 – Αθήνα, 1990).
12-Στον Χουάν Γκιλμπέρτο Φούνες (Σαν Λουΐς Αργεντινής, 1963 – 1992) είχε δοθεί το προσωνύμιο «Βούβαλος» λόγω του ογκώδους σωματοτύπου του και της αγωνιστικής ορμής του. Αγωνίστηκε σε πολλές ομάδες και κατά τα έτη 1988 και 1989 έπαιξε στον Ολυμπιακό. Ήταν τέσσερις (4) φορές διεθνής με την Εθνική Αργεντινής. Πέθανε από ανακοπή καρδιάς. Το στάδιο της γενέτειράς του και ένας κεντρικός της δρόμος φέρουν το όνομά του.
13-γιόμα : ψηλοκρεμαστή βαθιά μπαλιά προς την αντίπαλη περιοχή.
-Ο Κώστας Δαβουρλής (Πάτρα, 1948 – 1992) αγωνίστηκε στην Παναχαϊκή επί δεκαοκτώ χρόνια (1964–1974, 1977-1985). Την τριετία 1974-1977 αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό. Έπαιξε έντεκα (11) φορές στην Εθνική Ομάδα. Ήταν πολύ μελαχρινός, γι’ αυτό οι θαυμαστές του τον αποκαλούσαν «Μαύρο Πρίγκιπα» και «Μαύρο Διαμάντι».
14-Η Τζένη Καρέζη (Αθήνα, 1932 – 1992) ξεκίνησε την καριέρα της ως κωμική ηθοποιός.
-prima vista : όταν ο μουσικός αποδίδει το μουσικό έργο, διαβάζοντας μόνο την παρτιτούρα, χωρίς δηλαδή να το έχει ακούσει παιγμένο από άλλον. Τρόπος ελέγχου των ικανοτήτων ενός μουσικού.
15-Ο Μπόμπι Μουρ (Λονδίνο, 1941 – 1993) υπήρξε γέννημα – θρέμμα του Ανατολικού Λονδίνου (γεννήθηκε και μεγάλωσε στη συνοικία «Μπάρκινγκ»), από το οποίο προήλθαν ως διάλεκτος τα κόκνεϊ. Στην Εθνική Αγγλίας έπαιξε εκατόν οκτώ (108) φορές. Τίμησε επί δεκαοκτώ χρόνια (1956-1974) την γαλαζοπόρφυρη φανέλα της αγαπημένης του Γουέστ Χαμ, της οποίας παίκτες και οπαδοί φέρουν το προσωνύμιο «τα σφυριά».
16-Η Αλίκη Βουγιουκλάκη (Αθήνα, 1933-1996) είχε κατηγορηθεί από μερίδα της κινηματογραφικής και θεατρικής κριτικής για υπερβολική χρήση ακκισμών και για το ότι ουσιαστικά εμιμείτο τους χαρακτήρες που υποδυόταν, χωρίς να μπαίνει στο «πετσί του ρόλου».
Ο Γαβρήλος Χατζησταυρίδης (Σύμη, 08/11/1963 – Αθήνα, 15/05/2011. Κάτοικος Νέου Φαλήρου από το 1966 έως το θάνατό του) ήταν λάτρης του ποδοσφαίρου, του λαϊκού τραγουδιού και του κινηματογράφου. Είχε την ιδέα να γράφονται ποιήματα με αφορμή το θάνατο ποδοσφαιριστών, λαϊκών τραγουδιστών και ηθοποιών. Η ιδέα δεν τελεσφόρησε από τον ίδιο, παρά τις μακρές συζητήσεις (τηλεφωνικές και εκ του σύνεγγυς) με τον υπογράφοντα, οι οποίες παρείχαν την αφορμή για αναπολήσεις, υπερβολές και χαμόγελα. Τα ποιητικά προπλάσματα του Χατζησταυρίδη παρέμειναν ελλιπή και τεχνικώς όχι άρτια. Ο υπογράφων έδωσε σε τριάντα δύο από αυτά κατά το δυνατόν ολοκληρωμένη μορφή, ενώ έγραψε εξ ολοκλήρου το τελευταίο ποίημα (ο Δημήτρης Μητροπάνος απεβίωσε έντεκα μήνες μετά τον απρόσμενο θάνατο του Γαβρήλου Χατζησταυρίδη). Απτή ήταν η ρυθμική υπόσταση, που είχε επιλέξει ο Χατζησταυρίδης κατά τις ανολοκλήρωτες ποιητικές δοκιμές του, η οποία τηρήθηκε απολύτως: ομοιοκατάληκτοι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι, που εναρμονίζονται πλήρως με τη στόχευση της επιχειρούμενης ποιητικής, γιατί η έμμετρη δυναμική τού πλέον διαδεδομένου και λαϊκότροπου σχήματος της νεοελληνικής ποίησης ταιριάζει γάντι στην κοινωνική απήχηση και στη μαζική αποδοχή τραγουδιστών, ηθοποιών και ποδοσφαιριστών. Ο Χατζησταυρίδης επέμενε στον δοσμένο τίτλο της ποιητικής σύνθεσης, παρά τις ενστάσεις του υπογράφοντος: ακριβής μεν, αλλά υπέρ το δέον ενθουσιώδης και υψηλότονος (ας είναι). Ο εν εμπνεύσει και δυνάμει ποιητής αποχαιρέτησε τα εγκόσμια αναπάντεχα (έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου, τρέχοντας με υπερβολική ταχύτητα, τα ξημερώματα μιας ανοιξιάτικης Κυριακής). Το όλο εγχείρημα αφιερώνεται, επομένως, στην ακριβή του μνήμη.
Θεσσαλονίκη – Αθήνα, Ιούνιος 2011 – Δεκέμβριος 2012
Δημήτρης Κόκορης









