από τη «Γραφή τυφλού»
ΥΑΛΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΥΤΡΟΥ
Πώς είχε πυκνώσει ο αέρας από τις μυρωδιές των μύρτων
κι απ’ τους πρησμένους ατμούς. Κι αυτός, κλεισμένος κιόλας
μέσα στο δίχτυ, βλέποντας ψηλά το παράθυρο. Στο θαμπό
τζάμι
σχεδιασμένο το λευκό καμπαναριό. Το σκοινί της καμπάνας,
πιθανόν κρατημένο απ’ το μεγάλο αόρατο χέρι,
δονήθηκε άξαφνα κι αντήχησε δοξαστικός ο άτμητος ήχος
ανάμεσα στις λάμψεις των σπαθιών και στα σπασμένα κατάρτια
απ’ τα καράβια της επιστροφής. Το ξέρεις —ψιθύρισε— εκείνο
που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή
σου.
Αθήνα, 28.ΙΧ.72
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΧΕΡΙΑ
Αυτός που χάθηκε ανεξήγητα ένα απόγευμα (ίσως
και να τον πήραν) είχε αφήσει στο τραπέζι της κουζίνας
τα μάλλινα γάντια του σα δυο κομμένα χέρια
αναίμακτα, αδιαμαρτύρητα, γαλήνια, ή μάλλον
σαν τα ίδια του τα χέρια, λίγο πρησμένα, γεμισμένα
με το χλιαρόν αέρα μιας πανάρχαιης υπομονής. Εκεί,
ανάμεσα στα χαλαρά, μάλλινα δάχτυλα,
βάζουμε πότε πότε μια φέτα ψωμί, ένα λουλούδι
ή το ποτήρι του κρασιού μας, ξέροντας καθησυχαστικά
ότι στα γάντια τουλάχιστον δεν μπαίνουν χειροπέδες.
Κάλαμος, 15.Χ.72
ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Ώρες κοιτούσε το κομμένο χέρι του αγάλματος —μονάχα ένα
χέρι
σταματημένο σε μιαν ήσυχη χειρονομία ανασυγκρότησης
ολόκληρου του σώματός του. Έτσι, ίσως να ‘χε μάθει
το βαθύ μυστικό που δε θα ‘πρεπε κι αυτός να το πει. Κι άλλωστε
ποιος θα μπορούσε, και πώς, να το πει; Η ποίηση —είπε—
αρχίζει πάντοτε πριν απ’ τις λέξεις ή μετά τις λέξεις. Τότε
είδαμε το πουλί που βγήκε απ’ το κομμένο χέρι κι έκατσε στο
ψωμί.
Αθήνα, 18.Χ.72