Της Δώρας που επέμενε
Του Γιώργου που άνοιξε την πόρτα
Στα χελιδόνια τους
Τον γιώργο (που από σεμνότητα προτιμάει να γράφει το όνομά του με μικρό) τον γνώρισα κάπως ανορθόδοξα. Η πρώτη μας γνωριμία έγινε σε μια… εκκλησία, γιατί δεν βρήκαμε άλλο μέρος να τα πούμε εκείνη τη μέρα. Εκ των υστέρων, βέβαια, κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Όχι μόνο γιατί, ως άνθρωπος, ο γιώργος είναι αυτό που λέμε «αντισυμβατικός»,1 αλλά κυρίως γιατί μέσα του ανάβει, κάποτε μάλιστα τον αναλώνει, η φλόγα της πίστης. Θα επανέλθω σ’ αυτό αργότερα…
Σ’ εκείνη την πρώτη γνωριμία, δεν κατάλαβα πολλά. Μόνο, από κάτι κουβέντες του, ότι συνάντησα έναν καινούριο φίλο «στο στοιχείο του». Τριγύρω φεγγο-βολούσαν οι εικόνες στο αμυδρό φως του καντηλιού. Δεν θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερο σκηνικό για την αφήγηση αυτού του εσωτερικά φλεγόμενου -σαν καιόμενη βάτος- ανθρώπου, που ξεκίνησε για σπουδές Νομικής (αλλότριες όπως αποδείχθηκε στη φύση του), και κατέληξε από τύχη (τύχη αγαθή) να γίνει δάσκαλος• «ένας δάσκαλος που δραπετεύει στις θάλασσες των χρωμάτων του»,2 έχοντας εντωμεταξύ δει το φως της τέχνης το αληθινό στη Θεσσαλονίκη (τη Συμβασιλεύουσα), από το χέρι του γιου της σπιτονοικοκυράς του, του μοναχού που τον μύησε στο «άνω θρώσκω» της βυζαντινής ιδιοπροσωπίας.
Τα καθέκαστα αυτής της περιπετειώδους υπαρξιακής και καλλιτεχνικής πορείας, πορείας λοξής όπως όλοι οι ουσιαστικοί βίοι, τα αφηγείται στην έκδοση Αγνώστου χρόνου με συγκρατημένη θέρμη –δηλαδή, με διάκριση– το «ζουμπούλι» του, η Δώρα.3 Ο γιώργος, όπως το ομολογεί άλλωστε κι ο ίδιος, ευτύχησε στην οικογένειά του. Έχει δίπλα του για σύντροφο μια γυναίκα καλλιεργημένη από την πιο ευγενή ίσως τέχνη που ανακάλυψε (και δεν επινόησε) ο άνθρωπος, τη Μουσική. Καρπός αυτής της ευτυχούς ένωσης είναι τρία παιδιά-κλωνάρια, καταπώς θά ’λεγε ο Σολωμός, το καθένα με τον δικό του σπόρο δημιουργίας γόνιμα φυτεμένο μέσα του: ο Αναστάσης που ζωγραφίζει, η Σταυρινή που χορεύει και τραγουδάει (σαν τη μάνα της με την υπέροχη φωνή) και η μεγαλύτερη, η Μαρία ή Μαριγώ, στην οποία οφείλουμε την πιο αυθεντική ίσως γραπτή μαρτυρία αυτού του ωραίου κοινόβιου, στο πρώτο βιβλίο που εξέδωσε ο πατέρας της, το Κόκκινο φεγγάρι
(2007).4
Το βιβλίο αυτό, που φέρει ευφυώς στη βιβλιοδεσία του ένα κορδόνι, είναι κυριολεκτικά ένα «άννοιμα»: απαιτεί από τον αναγνώστη/θεατή να το ανοίξει για να διεισδύσει σελίδα τη σελίδα, πίνακα τον πίνακα, στον παλλόμενο κόσμο ενός ανθρώπου με μεγάλη καρδιά, ασίγαστες αναζητήσεις, έντονα πάθη και βαθιά πίστη• με δυο λόγια, στην ψυχή ενός ανθρώπου που ψάχνεται και δεν εφησυχάζει. «Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν»: αυτό θα μπορούσε να είναι το μότο σε ένα από τα επόμενα «ζωγραφισμένα βιβλία», ή λεξιλογημένα ζωγραφήματα του Γιώργου Κωνσταντίνου.
Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τον άνθρωπο αυτό –όσο μπορεί να «καταλάβει» κανείς έναν άνθρωπο– αν δεν δει την τέχνη του. Κι είναι δύσκολο να δει την τέχνη του, γιατί δεν είναι «μία», αλλά προϊόν μιας ενδιαφέρουσας σύνθεσης: ο γιώργος δεν είναι ένας ζωγράφος που επίσης γράφει, ακούγοντας παράλληλα τραγούδια για να εμπνευστεί, ούτε ένας κρυμμένος συγγραφέας που μετασχηματίζει τα ρήματα σε χρώματα, ούτε ένας ματαιωμένος 5 μουσικός που συνθέτει τα χρώματα και τα λόγια σαν νότες στον καμβά του• η τέχνη του είναι όλα αυτά μαζί και κάτι άλλο, βαθύτερο, που μας διαφεύγει (και πάντα θα διαφεύγει).
Ο γιώργος είναι πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα η πίστη του. Μια πίστη που, όπως μας δίδαξε ο πρώτος μαθητής και απόστολος «πριν αλέκτωρ φωνήσαι τρις», είναι διάτρητη από απιστίες, από κάθετες πτώσεις, και στιγμές κατά χάριν έλλαμψης• μια πίστη μ’ έναν λόγο βαραθρώδης, η αξία της οποίας κρίνεται ακριβώς και πάντα στην κόψη της αμφιβολίας, της απελπισιάς – ή της «τυφλής ελπίδας», όπως πιο εύστοχα την χαρακτηρίζει ο ίδιος.6 Είναι, νομίζω, αυτό που δίνει τον ρυθμό στη ζωή, και ιδίως στο έργο του, που κάνει την τέχνη του αρμονική,δυνατή να ισορροπεί στο μέσον της ταλάντωσης. Ας τον ακούσουμε,παρακολουθώντας ταυτόχρονα και δύο έργα του, τον «Οδυσσέα» και τους «Δύο προφήτες»
(εικ. 1α-1β):
«Αρπάζομαι από την ελάχιστη πίστη μου και από δυο ξύλα –ένα κατάρτι– και από ένα σώμα που κρέμεται εκεί πάνω από αγάπη για μένα» […]
«Αυτός είμαι εγώ γεμάτος αντιφάσεις και παλινδρομήσεις, γεμάτος μεγάλες αποφάσεις και μεγάλες αναιρέσεις. Πάντα στη μέση των πραγμάτων, ενώ είμαι των άκρων, μοιρασμένος και ολόκληρος, δοσμένος εξ ολοκλήρου σε όλα-όλους – και σε τίποτα. Φλέγομαι και παγώνω ταυτόχρονα. […] με το ’να χέρι να ικετεύει στα πόδια του Πολυέλεου θεού μου [και] το άλλο χέρι να αρπάζεται απ’ της κόλασης τις ηδονές. […]».7
Η ίδια πάλη, ή όπως ο ίδιος προτιμά, «η επιθυμία αναψηλάφησης του έσω προσώπου μου, αυτού που γνωρίζει μόνο η ψυχή και το χέρι μου» αποτυπώνεται, και μάλιστα εν προόδω, στις δύο αυτοπροσωπογραφίες (εικ. 2α-2β) που κλείνουν τον κύκλο των έργων του στα δύο βιβλία, το Κόκκινο φεγγάρι (2007) και Αγνώστου χρόνου (2011):8
*
Δεν είμαι εικαστικός για να αποτιμήσω από τεχνικής πλευράς τους πίνακες του γιώργου.9 Θα μιλήσω, λοιπόν, για την τέχνη του σαν μία «ερασιτέχνης», που ενδιαφέρεται κυρίως να δει (και να δείξει) πώς η τεχνοτροπία του, το ύφος της τέχνης του εναρμονίζεται με το καλλιτεχνικό του όραμα, την άποψη που έχει για τη ζωή και για το νόημα της τέχνης. Αισθάνομαι, με τα μάτια της ψυχής περισσότερο παρά της σαρκός, ότι η ιδιαιτερότητα του έργου αυτού του τεχνίτη δεν είναι η «βυζαντινολαϊκή τεχνοτροπία».10 Είναι σίγουρα και αυτή –μια δικής του επινόησης σύζευξη των πυλώνων της καθ’ ημάς παράδοσης, της βυζαντινής και της λαϊκής τέχνης–, αλλά είναι κυρίως, καθώς το βλέπω εγώ τουλάχιστον, η θλιμμένη ομορφιά των εικόνων του, ή η «ωραία λύπη» των μορφών του, όπως το είπε ο Λουδοβίκος των Ανωγείων.11 Ας δούμε ενδεικτικά μερικά έργα του (εικ. 3α-3δ):




Τίποτα ίσως δεν φέρνει την τέχνη του Γιώργου Κωνσταντίνου πιο κοντά στη ρίζα της ψυχής του ελληνισμού, όσο αυτή η «ωραία θλίψη» των έργων του, η χαρμολύπη.12 Σκαμμένη από αιώνες δοκιμασιών, παθών, συμφορών και αγώνων, η χαρμολύπη συνοψίζει τη συλλογική εμπειρία του βίου των ανθρώπων που στέριωσαν σ’ αυτόν τον τόπο, που έκαναν τούτη τη γη «όμορφη και παράξενη» πατρίδα τους: την ακούμε στο βυζαντινό μέλος• την ατενίζουμε στα πρόσωπα των βυζαντινών εικόνων• την αισθανόμαστε σύγκορμα στα δημοτικά τραγούδια: «τούτη η γη που την πατούμε…» Γι’ αυτό και η φιλοσοφία, η κοσμοθεωρία των Ελλήνων είναι τόσο ένσαρκη, ομνύει στο κάλλος με μια αύρα μελαγχολίας… Γιατί στο βάθος της αντηχεί κούφια η ματαιότητα. Η λύπη μιας κατάκτησης, μιας ουτοπίας, που δεν θα γίνει ποτέ δική μας, παρά μόνο ως χάρις. Εκ θεού. Κατά παραχώρησιν. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Λουδοβίκος στο σημείωμά του για το Κόκκινο φεγγάρι: «Επειδή γνωρίζουμε το τέλος μας, ο Θεός ίσως από ενοχή, μας έδωσε προίκα την τέχνη ώστε να ονειρευόμαστε την αθανασία». «Την τέχνη που, όπως λέει ο Λιαντίνης, γέννησε στους Έλληνες ο καημός του θανάτου».13
*
Έτσι, θαρρώ, αισθάνεται ο γιώργος την ταπεινή του ύπαρξη, την ταπεινή ζωή του, το ταπεινό του έργο. Επιμένω στην ταπεινότητα γιατί διατρέχει κάθε σελίδα, εμποτίζει κάθε λέξη των κειμένων του στο «ημερολόγιο εργασίας» που συναπο-τελούν τα δύο βιβλία που έχει ως τώρα εκδώσει.14 Κι είναι μια ταπεινοσύνη επί της ουσίας, όχι προσχηματική. Είμαι πεπεισμένη γι’ αυτό, κι ήταν αυτό η βασική αιτία που έσκυψα με ενδιαφέρον στο έργο του και δέχτηκα την πρόταση να το παρουσιάσω.
Θα ’θελα να εξηγήσω λίγο καλύτερα αυτή την καλλιτεχνική στάση, τη δέσμευση του γιώργου σε μια τέχνη «ταπεινή», στο μέτρο της ψυχής του ανθρώπου, επειδή «την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της», όπως από καιρό προειδοποίησε ο ποιητής,15 και σήμερα έχει γίνει αγνώριστη.
Ζούμε –κι έχω την πικρή υποψία ότι πάντα ζούσαμε– σ’ έναν κόσμο του «δήθεν». Υπάρχουν λόγοι γι’ αυτό, επιβεβλημένοι με σιδηρά πυγμή από την ανάγκη για επιβίωση, για κοινωνική συμ-βίωση, οπότε δεν χρειάζεται, ούτε είναι της ώρας να επιμείνω. Άλλωστε, δεν έχουν ανάγκη από αιτιολόγηση. Βοούν από μόνοι τους. Κι εδώ έχουμε ανάγκη, ανάγκη εσωτερική, τόσο απόλυτη όσο και η άλλη, της κοινωνικής σύμβασης, έχουμε απόλυτη ανάγκη, λέω, την Τέχνη. Γιατί οι αληθινοί καλλιτέχνες μας βοηθούν να ζήσουμε συμφιλιωμένοι με το εξωτερικό προσωπείο μας και την εσωτερική μας φύση, με το πρέπει και το επιθυμώ, με το ανεκπλήρωτο και το ανικανοποίητο, τη δίψα του απολύτου. Απ’ αυτή την άποψη, ο σκοπός της τέχνης, πράγματι, φαίνεται να είναι η παραμυθία, η παρηγοριά.
«Έχουμε την τέχνη για να μη μας συντρίψει η αλήθεια», μας λέει ο Νίτσε.16 Κι αυτό απαιτεί ταπεινότητα. Γιατί, ο αληθινός καλλιτέχνης γνωρίζει και παρηγορεί. Υπ’ αυτή την έννοια, η τέχνη «λυτρώνει»: ανοίγοντας ένα παράθυρο να δούμε, για μια στιγμή έστω, σαν σε έλλαμψη, το αληθινό μας πρόσωπο, την πραγματική κατάσταση των όντων.17 Δηλαδή, τη χαρά και τη λύπη, το πάθος και την αρετή, τον πόνο και την έκσταση, το αναπόδραστο Τέλος και το Όλον του έρωτα, σε σύμμιξη – με λίγα λόγια, ό,τι μας κάνει πηλό και ταυτόχρονα ψυχή, εφήμερα θηλαστικά και ταυτόχρονα παιδιά του Θεού. Το «άνω θρώσκω».
Αυτό το «άνω» ατενίζω εγώ στα έργα της βυζαντινολαϊκής τέχνης του γιώργου, στο ciaroscuro του χρωστήρα του, στο σκοτεινό μπλε του ουρανού και στο κόκκινο αναπάντεχο της πινελιάς του,18 όπως φαίνεται, για παράδειγμα, στα έργα «Μοιρολόγι της φώκιας» και «Χαΐνης» (εικ. 4α-4β). Είναι βέβαια «μια χρωματική ανάπτυξη από το σκοτεινό στο φωτεινό», όπως μας λέει ο ζωγράφος,19 αλλά είναι και μια κλίμακα που φέρει από το μπλε σκούρο του ουρανού στο κοκκινόμαυρο πάθος της ψυχής που καίει σαν κάρβουνο. Κι αυτό διαβάζω επίσης στο «άννοιμα» των γραπτών και της ψυχής του.
Η γνησιότητα με την οποία ο δάσκαλος αυτός με την παιδική ψυχή και την αθώα σαν παιδί τέχνη, αυτός ο «πιτσιρικάς που αλητεύει με τα χρώματα»,20 εισέρχεται ταπεινά στο βασίλειο του θεού, δηλαδή μέσα του (και μας κάνει κι εμάς να επιστρέψουμε σ’ έναν εαυτό «που αγνοούσαμε» ξανακερδίζοντας την ψυχή μας),21 αποκαλύπτεται από τις επιλογές του: τα τραγούδια που τον εμπνέουν και τους στίχους που επιστέφουν το έργο του. Ξεφυλλίζοντας τις δύο εκδόσεις, με σταμάτησαν πολλές φορές οι στίχοι του Λουδοβίκου των Ανωγείων, του Στυλιανού Χαρκιανάκη και άλλων, όσο και το πάλεμα με τον εαυτό, η αγωνία της έκφρασης στις ημερολογιακές εξομολογήσεις του γιώργου. Διαβάζω ενδεικτικά:
Κείνο που δε σου δόθηκε μην το ζητήσεις
δικό μας γίνεται μόνο ό,τι μας χαρίζουν
άλλωστε η ψυχή δεν θέλει δανεικά
για να ’χει ελευθερία στην ανάσα
κι είναι μεγάλη χάρη να γνωρίζει
πως αγαπήθηκε πριν αγαπήσει. 22
Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τη διαφορά – αν πρόκειται για στίχους άλλων ή για λόγια δικά του (αυτό που σας διάβασα και που κάλλιστα θα μπορούσε να ήταν του γιώργου, μια που εκφράζει πλήρως το καλλιτεχνικό του credo, είναι γραμμένο από το χέρι του Στυλιανού Χαρκιανάκη). Αυτό που διακρίνεται είναι το κοινό οδηγητικό νήμα, που φέρνει κατευθείαν στην ουσία, στην υπαρξιακή βυθομέτρηση. Ο δρόμος δεν είναι εύκολος. Πρόκειται πάντα για λαβύρινθο που κρύβει πολλές παγίδες και κινδύνους. Όμως ο γενναίος που θα τον διαβεί, αν είναι καλλιτέχνης, έχει τη χάρη να μαρτυρήσει για το ταξίδι. Να πει τι τον δίδαξαν οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες σ’ αυτό το κινδυνώδες εσωτερικό ταξίδι, που αποδεικνύεται τελικά «ωραίο», ένας «λαβύρινθος φωτός». 23 Είναι το ίδιο ταξίδι που κάνουμε όλοι μας, αλλά που δεν μπορούμε όλοι να το εκφράσουμε. Γι’ αυτό, η μαρτυρία του καλλιτέχνη, αν η τέχνη του είναι αυθεντική, δηλαδή ανθρώπινη, αποτελεί για όλους εμάς τους κοινούς θνητούς, τους συνανθρώπους του, μια δωρεά, κυριολεκτικά τον επιούσιο άρτο. Με τη διαφορά πως ο άρτος αυτός, όπως καλά καταλάβατε, αφορά την ψυχή μας, όχι τα εφήμερα και τα εγκόσμια (δηλαδή τα κοσμικά), και εκφράζεται με μια τέχνη και μια στάση ζωής που δεν έχει καμία σχέση με τον γυάλινο κόσμο του θεαθήναι, στα κοκτέιλ πάρτι των κοσμικών πολιτιστικών εκδηλώσεων και εκθέσεων. Είναι ακριβώς μια τέχνη ταπεινή, γιατί σκύβει και υπηρετεί το βάθος της ψυχής του ανθρώπου, όχι το τεράστιο εγώ της κοινωνικής του «επιφάνειας» και επίφασης.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, η «ταπεινή τέχνη» καλλιτεχνών σαν τον γιώργο (προφανώς και άλλων), όπως και η τέχνη του έρωτα, όπως και η τέχνη τού να ονειρεύεσαι, να οραματίζεσαι, είναι εντέλει μια «επαναστατική πράξη»:24 ευαγγελίζεται μια ανάσταση, μια αναγέννηση. «Η Ανάσταση του ανθρώπου δεν θα γίνει από την ύλη αλλά από την ψυχή»,25 διατείνεται ο γιώργος και το πιστεύει ακράδαντα. Γι’ αυτό μέσα από τη μη νατουραλιστική τέχνη του 26 –μας λέει– «επιδιώκω και αναζητώ […] να αγγίζω με τρόπο ασώματο τους ανθρώπους λες κι είναι ουρανός». Το τίμημα βέβαια είναι φοβερό: «Ψυχή έναντι εικόνας».27 Γι’ αυτό και τα έργα του, όπως ομολογεί, είναι «οι πόνοι μου, οι πριν, οι τωρινοί κι οι μελλούμενοι».28 Γι’ αυτό και η ζωγραφική του είναι κυριολεκτικά μια εξομολόγηση στον άμβωνα, όπου «αφήνω την εσωστρέφεια και τα πάθη μου στα έργα όπως την αμαρτία στο πετραχήλι».29
Μα πάνω απ’ όλα, ο γιώργος ζωγραφίζει με «ωραία θλίψη» τις εικόνες του, για να σβήσει τη δίψα του. Τη δίψα του ανικανοποίητου, τη λύπη του ανεκπλήρωτου, που έχει πολλές ρίζες μέσα του: τον ξεριζωμό από τον γενέθλιο τόπο, τη μητρική γη της κατεχόμενης Μόρφου, συμβολοποιημένη στη μορφή της μάνας-Παναγιάς και της παντέρμης Κρήτης (όπως αποτυπώνεται στα έργα του με θέμα τη μητρική αγάπη και το μητρικό πένθος και, βέβαια, στην «Παναγιά Ανωγειανή» που είδαμε προηγουμένως: εικ. 3δ), 30 τον καημό του θανάτου (στα έργα με τον Διγενή), την έλξη της θάλασσας, ατελεύτητης σαν την Αιωνιότητα και ποθητής σαν γυναίκα εξαγνισμένη στο ένθεο φιλί του «Άγιου» Έρωτα (όπως φανερώνουν τα σχόλια που συνοδεύουν τα έργα του «Φέρτε μου τη θάλασσα», «Ο Καπετάνιος», του «Λιμανιού ο γιος»)31 και, το σημαντικότερο, την ανάγκη του να βρει ένα νόημα στη θνητότητα για να σώσει την ψυχή του «αλλάζοντας τον νικητή στο έργο»:32 υπερακοντίζοντας τον αθάνατο θάνατο με την αιχμή του «θείου» στον έρωτα των ανθρώπων (εικ. 5: «Ο έρωτας κι ο θάνατος» όπου το βρέφος είναι η ψυχή του ανθρώπου).
Αυτή η δίψα στον γιώργο ευχόμαστε να μη σβήσει ποτέ για να μας κοινωνεί τη νοσταλγία της, κι έτσι να μας επιστρέφει ακέραιους στον εκτός τόπου και αγνώστου χρόνου εαυτό μας…
* Η ομιλία αυτή διαβάστηκε πρώτη φορά στην εκδήλωση του Λαογραφικού Ομίλου Λεμεσού (παρουσίαση βιβλίου και έκθεση ζωγραφικής) του Γιώργου Α. Κωνσταντίνου στο Δημοτικό Πολιτιστικό Κέντρο «Πάνος Σολομωνίδης» (ΠΕ, 7/6/2012) και με προσθήκες στο Σπίτι της Κύπρου (ΤΕ, 18/6/2014). Η γράφουσα παρουσίασε τα «ζωγραφισμένα βιβλία» του καλλιτέχνη Όταν βγει το κόκκινο φεγγάρι. Διαβάζοντας με χρώματα, τραγούδια του Λουδοβίκου των Ανωγείων, αυτοέκδοση, Λευκωσία 2007 και Αγνώστου χρόνου, αυτοέκδοση, Λευκωσία 2011 (στο εξής θα αναφέρονται ως Κόκκινο φεγγάρι και Αγνώστου χρόνου, με την αριθμητική ένδειξη της σελίδας). Ευχαριστώ τον καλλιτέχνη που μου επέτρεψε να χρησιμοποιήσω πίνακες από το έργο του στην παρούσα δημοσίευση.
1 «Δεν τακτοποιούνται τα πράγματα μέσα μου. Δεν είναι κουτιά τετράγωνα, να τα βάλω στο ράφι, να γράψω απ’ έξω το όνομα, να τα ξεχάσω στο χρόνο και να τα ανοίγω όποτε ζητώ να τα αναπολήσω» (Αγνώστου χρόνου, από το αυτί του εξώφυλλου).
2 Βλ. Κόκκινο φεγγάρι, 33• πβ. και σ. 23.
3 «Το ταξίδι του Σαραντάπηχου», Αγνώστου χρόνου, 8-10.
4 Το κείμενο της Μαρίας «Όταν ο μπαμπάς ζωγραφίζει…» στη σ. 32 του βιβλίου.
5 «ανάπηρος» κατά τον ίδιο: βλ. Κόκκινο φεγγάρι, 20.
6 Αγνώστου χρόνου, 42.
7 Τα παραθέματα προέρχονται από δύο ημερολογιακές εγγραφές: βλ. Αγνώστου χρόνου, 46.
8 Πβ. Κόκκινο φεγγάρι, 33 και Αγνώστου χρόνου, 60, απ’ όπου και η εν λόγω φράση.
9 Ο ίδιος μιλά για «πινελιές πολλές φορές σκληρές, άτεχνες, άκομψες», καλώντας μας να τον κρίνουμε επιεικώς
«μέσα από το βάθος των αισθημάτων του ανθρώπου» (Κόκκινο φεγγάρι, 5). Νομίζω όμως πως μάλλον υπερβάλλει στην αυτοκριτική του, μια που σημαντικοί ομότεχνοί του και κριτικοί (όπως ο Χαμπής, ο Γ. Τσαγγάρης, ο Π. Μαυρογιάννης κ.ά.) μιλούν επαινετικά για την τέχνη του.
10 Ο όρος στο κείμενο της Δώρας Κωνσταντίνου, ό.π. (σημ. 3), 9. Πβ. την έκφραση του ίδιου «βυζαντινότροπο λαϊκό ύφος» (Κόκκινο φεγγάρι, 6), αλλά και την παρατήρηση του Λουδοβίκου των Ανωγείων «Ο Γιώργος Κωνσταντίνου […] ντύνει με βυζαντινούς ράφτες τα λαϊκά πρόσωπα του σήμερα» (Αγνώστου χρόνου, 8).
11 Ο χαρακτηρισμός στο σημείωμα του Λουδοβίκου στην έκδοση Κόκκινο φεγγάρι, 8.
12 Πβ. την άποψή του ότι η Τέχνη [του] είναι: «μια ξομολόγηση της χαρμολύπης, της αλήθειας της ζωής» (Κόκκινο φεγγάρι, 5). Η έκφραση «ωραία θλίψη» είναι επίσης του ίδιου (Αγνώστου χρόνου, 18).
13 Η φράση του Λουδοβίκου στο Κόκκινο φεγγάρι, 8. Η μνεία της φράσης του Λιαντίνη γίνεται από τον Π. Μαυρογιάννη στο σημείωμά του στην έκδοση του Αγνώστου χρόνου, 12.
14 Βλ. ενδεικτικά τις ημερολογιακές εγγραφές που περιέχονται στην έκδοση Αγνώστου χρόνου, 46.
15 Γ. Σεφέρης, «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά», Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 141982, 200-202: 201.
16 Η αναφορά στον Νίτσε επίσης από τον Μαυρογιάννη στο Αγνώστου χρόνου, 12.
17 Πβ. μια αντίστοιχη αποστροφή του γιώργου για την «αλήθεια της ζωής» που (οφείλει να) μεταδίδει η τέχνη σε όσους την ανέχονται (δηλαδή την αντέχουν), στο Αγνώστου χρόνου, 18.
18 Όπως φαίνεται από τα έργα του αλλά και από τα σχόλιά του, το ultra marin και το κόκκινο είναι οι δεσπόζοντες τόνοι στη χρωματική κλίμακα των «ζωγραφισμένων τραγουδιών» του γιώργου. Παραθέτω δύο χαρακτηριστικές αναφορές για τη σημασία τους στο καλλιτεχνικό του όραμα: Η πρώτη, για το σκούρο μπλε, αποτελεί «δάνειο» από τον Kandinsky (αγαπημένο μέντορα, απ’ ό,τι φαίνεται, του γιώργου στην τέχνη, μαζί με τον Τσαρούχη), και μπαίνει ως σχόλιο στον πίνακα «Γροικήσετε του έρωτα» (Κόκκινο φεγγάρι, 16): «Όσο βαθύτερο γίνεται το μπλε τόσο περισσότερο καλεί τον άνθρωπο στο άπειρο, εγείρει εντός του τη νοσταλγία για το καθαρό και τελικά για το υπεράνω των αισθήσεων. Είναι το χρώμα του ουρανού, έτσι όπως τον φανταζόμαστε με τον ήχο της λέξης “ουρανός”. Αναπτύσσει σε βάθος το στοιχείο της ηρεμίας. Βυθιζόμενο στο μαύρο προσλαμβάνει την παρήχηση μιας μη ανθρώπινης θλίψης».
Για το δυνατό κόκκινο παραπέμπω στο μότο-ποίημα του ζωγράφου στο εσώφυλλο του Άγνωστου χρόνου:
«Φοβάμαι τη στιγμή / που θα σηκώσω το πινέλο / θα τρέμει το χέρι ως αυτόχειρα / καθώς θα σημαδεύω σχεδόν εξ επαφής / το παρθένο λευκό. / Μια μικρή κουκίδα χρώμα / κι απ’ εκεί θα αναβλύσει πηχτό, παχύρευστο / μαυροκόκκινο / θα λερώσει, θα κρίνει, θα πει…». Πβ. και το σχόλιο στον «Ερωτευμένο φούρναρη» (Κόκκινο φεγγάρι, 19): «Το κάρβουνο φορεί το κόκκινο πάθος του […]», όπως και στο «Μοιρολόγι της φώκιας» (Αγνώστου χρόνου, 38): «Μ’ άρεσε το κόκκινο το δυνατό. Είναι σημαδιακό και αταίριαστο, όπως τον αυλητή στο νεκροταφείο. Είναι ο πειρασμός στην ηρεμία και τη θλίψη της στιγμής». Τα έντονα στοιχεία στα παραπάνω παραθέματα είναι δικά μου.
19 Στο Κόκκινο φεγγάρι, 6, όπου επεξηγεί τη λειτουργία των χρωμάτων στον φωτισμό των έργων του. Με βάση τα παραπάνω, στην τυπικά ζωγραφική δήλωση «το χρώμα από μόνο του είναι φως» (ό.π.), θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι είναι και νότα• η «χρωματική ανάπτυξη» των βασικών του χρωμάτων είναι, ταυτόχρονα, και μια τονική κλίμακα που ενώνει τον ουρανό με τη γη, το πάθος με το υπερούσιο. Βλ. και τη σχετική αναφορά στον Kandinsky για τη μουσική των χρωμάτων στο Αγνώστου χρόνου, 19. Τέλος, για να συμπληρωθεί το τρίπτυχο των τεχνών στην παλέτα του γιώργου, θυμίζω και τις παραδοχές ότι τα χρώματα «σκέφτονται» και τα χρώματα «διηγούνται» (η πρώτη του ίδιου του καλλιτέχνη στο «αυτί» του Αγνώστου χρόνου, η δεύτερη του Λουδοβίκου των Ανωγείων στο Κόκκινο φεγγάρι, 8).
20 «Τυλίγομαι στο ολόλευκο τεράστιο σεντόνι του χρόνου σαν πιτσιρικάς και αλητεύω με τα χρώματά μου»:
Αγνώστου χρόνου, 23. Η «παιδική» ματιά στα πράγματα αποκαλύπτεται και από την έλλειψη προοπτικής στα βυζαντινότροπα έργα του. Στο σημείωμα της Δώρας διαβάζουμε: «Πάντα έλεγες πως η βυζαντινή ζωγραφική είναι πολύ κοντά στην παιδική» (Αγνώστου χρόνου, 9). Πβ. και την αναφορά του ίδιου στο πώς δουλεύει: «στο έργο υπάρχει από την αρχή μόνο το ύφος ή το συναίσθημά του. Τα χρώματα αποφασίζονται στην πορεία του έργου και λειτουργώ αυθόρμητα σε όλη την εξέλιξή του. Θα ’λεγα σαν παιδί, μ’ αρέσει δεν μ’ αρέσει […]» (στο ίδιο, 21).
21 Παραφράζω τον στίχο του Χαρκιανάκη που παρατίθεται στο ίδιο, στο τέλος της σ. 19.
22 Από ποίημα του αρχιεπισκ. Αυστραλίας Στυλιανού Χαρκιανάκη• παρατίθεται στο Αγνώστου χρόνου, 17.
23 Αγνώστου χρόνου, 52.
24 Εκκινώ από τη σχετική παρατήρηση του Γ. Τσαγγάρη, στο σημείωμά του «αγκαλιά μ’ ένα όνειρο…»,
Αγνώστου χρόνου, 13.
25 Κόκκινο φεγγάρι, 6.
26 Βλ. την ανάλυση της τέχνης του από τον ίδιο στο Κόκκινο φεγγάρι, 6. Πβ. και Αγνώστου χρόνου, 20, 21-23.
27 Και οι δύο φράσεις από το αυτί του εξώφυλλου στο Κόκκινο φεγγάρι.
28 Ό.π.
29 Αυτί εξώφυλλου στο Αγνώστου χρόνου.
30 Τη σχέση του αισθήματος του ανεκπλήρωτου με το βίωμα του ξεριζωμού και της προσφυγιάς επισημαίνει ο
Ι. Ε. Πυργιωτάκης (βλ. Αγνώστου χρόνου, 6). Από την άλλη, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Κρήτη ειδικά, ο τόπος, οι άνθρωποι της Κρήτης, η ευαισθησία τους σηματοδοτούν για τον γιώργο και μια καλλιτεχνική απελευθέρωση, το «ξεκλείδωμα» δημιουργικών δυνάμεων και της έμπνευσής του, όπως αντιλαμβανόμαστε από το σημείωμα της γυναίκας του Δώρας (ό.π., σημ. 3) αλλά και από την επιγραμματική δήλωση «Κρήτη η λευτεριά μου» ως κατακλείδα στην αφιέρωση του Αγνώστου χρόνου.
31 Λόγω της υπερβατικής της διάστασης και δυναμικής, η ευτοπία του έρωτα συχνά στα έργα του γιώργου νοείται ως «ουτοπία», η βασιλική οδός που οδηγεί από τον κόσμο των ανθρώπων στη βασιλεία των ουρανών.
Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, επίσης, το «Γροικήσετε του Έρωτα» (Κόκκινο φεγγάρι, 16• βλ. τα σχόλια). Την πιο «γήινη» εκδοχή της ερωτικής ένωσης, που υπαινίσσεται και τη φθορά, εντοπίζω στο «Ερωτικό» της πιο πρόσφατης συλλογής Αγνώστου χρόνου, 54.
32 «Στο τέλος θέλω να με βρει ο θάνατος πλήρη τον έρωτα των ανθρώπων. Σφόδρα ερωτευμένο με τον Αιώνιο Θεό μου. Έτσι για να αλλάξω το νικητή στο έργο. Να δείξω το υποκειμενικό της ύπαρξης του θανάτου. Θείος έρωτας»: σχόλιο στο έργο «Ο έρωτας κι ο θάνατος» (βλ. Αγνώστου χρόνου, 43).
Η Αφροδίτη Αθανασοπούλου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου