frear

Η σωστή μετάφραση και η όμορφη μετάφραση – του Μιχάλη Μακρόπουλου

Ο Κωστής Παπαγιώργης εκτός από μέγιστος δοκιμιογράφος υπήρξε και μεταφραστής, αλλ’ υπ’ αυτήν του την ιδιότητα συχνά απρόσεχτος. Οι μεταφράσεις του δεν ήταν παντού σωστές, κι ένας λόγος θα ’ταν σίγουρα η φούρια τ’ ανθρώπου που ψωμίζεται απ’ τη μετάφραση και θέλει να τελειώνει τόσο γρήγορα, όσο γοργά αδειάζει το πορτοφόλι του – αλλ’ αυτό, από μόνο του, θα ’ταν φτηνή δικαιολογία, ή τέλος πάντων λειψή, και εν πάση περιπτώσει θα δικαιολογούσε απλώς κάποια λάθη. Μα στην περίπτωση του Παπαγιώργη υπήρχε, νιώθω, κι άλλος λόγος, βαθύτερος. Πως είχε καταχτήσει μια γλώσσα απόλυτα δικιά του, στη χρήση των λέξεων, στο συνδυασμό τους, στη σύνταξη – τόσο, που ’βλεπες μια πρότασή του ξεκομμένη κι έλεγες: «Α, του Παπαγιώργη είναι». Άμα φοράς όμως τόσο ξεχωριστά παπούτσια, δύσκολα βολεύεσαι, μερικές φορές, στα παπούτσια άλλου. Θες να τους αλλάξεις το σχήμα, να το φέρεις στα πόδια σου. Και τούτη τη μάχη τη νιώθεις διαβάζοντας τις μεταφράσεις του – τους λείπει αυτή η ρευστότητα που κάνει το μεταφραστή να χύνεται κάθε φορά σ’ αλλιώτικο δοχείο, αλλάζοντας σχήμα, και να περνάει με σχετική ευκολία απ’ το ’να δοχείο στ’ άλλο. Αν μια μετάφραση είν’ ένα πέρασμα ως τη μέση κι απ’ τους δυο όχτους, όπου ο μεταφραστής συνάμα διασχίζει το ποτάμι και τραβάει τη μετάφραση να τον συναντήσει, ο Παπαγιώργης έστεκε γερά ριζωμένος στον όχτο του, γιατί ’χε καταχτήσει τούτη τη θέση, και τράβαγε το ξένο κείμενο να ’ρθει μονάχα κείνο προς το μέρος του, έτσι συχνά οι φράσεις κατέληγαν στον πάτο. Μα, όπου κατάφερνε να τραβήξει μέχρις αυτόν μια φράση, τούτη δεν ήταν απλώς σωστή, μα επίσης ήταν όμορφη. Και το θέμα είν’ αυτό, πως μια μετάφραση μπορεί να ’ναι σωστή, μα είναι κι όμορφη; Ένας μεταφραστής που πολλά κείμενα πέρασαν απ’ τα χέρια του, και πολλά απ’ αυτά ίσως κακόπαθαν, ήταν ο Άρης Δικταίος. Μα θα πω εδώ για μια μετάφρασή του που πρόσφατα έπιασα στα χέρια μου. Πέρσι κυκλοφόρησε μια δικιά μου μετάφραση ενός μυθιστορήματος του Χάλντορ Λάξνες, του Ισλανδού Νομπελίστα (Και τα ψάρια τραγουδούν). Πάνε κάποια χρόνια που την είχα κάνει, μα άργησε να κυκλοφορήσει. Την έπιασα στα χέρια μου και τη φυλλομέτρησα, και μου φάνηκε, με την τωρινή μου ματιά (ή με το τωρινό μου αφτί, αν θέλετε), πως κάτι στις φράσεις ηχούσε ξερό, δίχως βέβαια να γνωρίζω το πρωτότυπο κείμενο, γιατί η μετάφραση έγινε απ’ τ’ αγγλικά. Κι έρχομαι τώρα στη μόνη άλλη μετάφραση βιβλίου του Λάξνες, που υπάρχει στην ελληνική, και που ’ναι του Δικταίου (Το φως του κόσμου). Δεν την είχα διαβάσει προτού πιάσω να μεταφράσω Λάξνες – είχα διαβάσει βιβλία του στ’ αγγλικά μονάχα. Στις ιστορίες του Λάξνες, οι άνθρωποι είν’ απλοί, είναι ψαράδες ή βοσκοί, άνθρωποι του ένστικτου, μα με μια βαθιά σπίθα ανθρωπιάς μέσα τους, και κάποιοι με μιαν έμφυτη καλλιέργεια. Η γλώσσα που εγώ απόδωσα το (άγνωστό μου, το ξαναλέω) ισλανδικό κείμενο, ήταν η, ας πούμε, τρέχουσα αθηναϊκή ελληνική – και, τέλος πάντων, αυτό καλείται ένας μεταφραστής να κάνει. Από την άλλη, η γλώσσα του Δικταίου, στη δικιά του μετάφραση, ήταν η δημοτική μιας εποχής, μιας κουλτούρας, κι όπως καταλάβαινε τούτη τη δημοτική, μ’ ιδιωματισμούς και φραστικούς ακροβατισμούς, ένας άνθρωπος. Μα, πόσο πιο ψαράδες μου φάνηκαν οι δικοί του απ’ τους δικούς μου. Και συλλογιόμουν, έπειτα, πως η δικιά μου μετάφραση μπορεί να ’ταν σωστή (δεν το ξέρω), μα πως εκείνου ήταν, με τον τρόπο της, όμορφη. Εξυπακούεται, το να ’ναι μια μετάφραση και σωστή και όμορφη, είν’ ό,τι τελικά αναδείχνει ένα μεταφρασμένο έργο σ’ ατόφια λογοτεχνία. Μα τελικά, από μιαν επίπεδη έκταση όπου, ομοιόμορφα, λάμπουν πλαστικές χάντρες, προτιμώ ως κι έναν λασπότοπο ακόμα, αν, σκύβοντας κάποια στιγμή, βγάλω μέσ’ από τη λάσπη ένα αληθινό διαμάντι.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη