ΒΑΠΤΙΣΗ
Όρθιος πλάι στις πέντε παράλληλες καγκελωτές σειρές,
σαν κάθετη γραμμή που χωρίζει τα μέτρα στο πεντάγραμμο,
να σκέφτεται: «Έξω από τον χάλκινο κρατήρα και βάθος
της κολυμβήθρας, η ζωή μου δεν ήταν παρά οι αδιάβαστοι
στίχοι της ποίησής μου. Αυτό που η βάπτισή μου όρισε
η μοίρα δεν το επέτρεψε. Ό,τι μου δόθηκε ήταν πράγματα
που οι άλλοι δεν είχαν ανάγκη. Όταν φοράω παπούτσια
κάνω το σταυρό μου και λέω: «Από δω και πέρα,
ας πάρει μπρος η ζωή μου». Και με την γιγαντιαία
δρασκελιά της ελπίδας ισορροπώ σ’ ένα πλάτος,
ικετεύοντας να παραμείνει σε εκκρεμότητα
η διωρία της γραμμής ζωής. Το ίδιο μου κάνει που
βρίσκω τον εαυτό μου μόνο κι απόμονο. Μήπως το σπίτι μου
ξέρει πως είναι δικό μου; Μου είναι τελείως αδιάφορο
ποια συντροφιά, ποιο πρόσωπο, μου απαγορεύει
να συμμετέχω, να εξετάζω ή να συνυπολογίζω
όταν έχω το γράψιμο που για την υποκειμενικότητα
δεν είναι μάσκα. Όλα είναι ίδια και όλα ένα.
Μόνο η καγκελόπορτα του κήπου
έχει περίπου την κλίμακα της βιόλας.»
1 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2010
Γειτονιά περιτυλιγμένη με σελοφάν χαραυγής.
Με μαιάνδρους επιβαλλόμενου πρασίνου
και να χλωμιάζουν το επίστρωμα του φανοστάτη,
τα δέντρα στον κήπο υψώνονται μαγευτικά.
Η αναρριχώμενη τριανταφυλλιά, αποσμητικό για τον αέρα
που στο σώμα μου δροσίζεται.
Το μυαλό μου αφεντεύει ένα ποίημα εν τω γίγνεσθαι:
«Ο Ιούλης δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το 31.
Πρέπει να συνεχίσω να παίζω
πάνω σε μια άδεια σκακιέρα
με κανέναν, ούτε αμφιθαλή ούτε φίλο…»
Σύννεφα ανεβοκατεβαίνουν σαν ερωτήσεις,
πριν τους εγκαταλείψει η χάρη να ρωτούν
στην παρατεταμένη περίλυπη ματιά μου.
Ο μαύρος γάτος του πλαϊνού σπιτιού
καταφθάνει νιαουρίζοντας Αύγουστο,
με ακομπανιαμέντο το τιτίβισμα κοκκινολαίμη.
Ένας νεαρός με σαν γυαλόχαρτο κεφάλι
μαρσάρει τη μοτοσικλέτα του, ανίδεος από ορίζοντες.
Κυριακή, και η καμπάνα της εκκλησιάς κάπως
αισθηματοποιεί τον ανέμελο τρόπο ζωής.
Σε κάνει να θέλεις να βρίσκεσαι εκεί που δεν ήσουν ποτέ,
ώστε να πιστεύεις πως βρίσκεσαι εκεί που δεν θα’ σαι ποτέ.
[Φωτογραφία: Nino Migliori.]