ΟΝΤΑ ΔΙΑΜΠΕΡΗ
Είμαστε μαρκίζες τρύπιες
μαραμένες κορδέλες
κι όνειρα στο κύμα άψυχα.
Άδεια τα άνθη στα παρτέρια
περιμένουν καρτερικά τη σήψη.
Ποθούμε συγκεκριμένα
ζώντας αόριστα.
Αισθήματα θνητά
κι ιδιοκτήτες ακονισμένοι
σε κατηφόρες στρωμένες
απ’ αστέρια
που κάποιοι ξερίζωσαν
από τον ουρανό.
Το επόμενο βράδυ ούτε αυτόν
δεν μπορούσα ν’ αντικρίσω,
–για την ακρίβεια, τίποτα–
καθώς ο καθρέφτης μου
είχε χαλάσει ήδη.
ΕΚΕΙΝΟΣ
Εκείνος χάθηκε
κι η φαντασία μαζί,
ενώ οι νέοι άφοβοι,
ενώ ακαταμάχητο το πνεύμα,
νύχτα θαμπή στο νου,
ραγισμένες αγκαλιές,
φόβος παντού.
Στήθη άλογα,
γεμάτα ανάγκες ειδικές,
καρτερούσαν ανάλογα το μέλλον,
ενώ το χώμα πύκνωνε
πάνω του –πάνω μας.
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Γυμνός γυρεύω λίγη ελευθερία
στις αρχέγονες θάλασσες
πνίγομαι για να πνίξω τον πόνο.
Λαμβάνω μιαν αύρα αδούλωτη,
αίσθημα αδήλωτο ανά τους αιώνες.
Το κλέβω.
Καμιά μοιρασιά –είμαι μόνος
και πείθω τα νιάτα μου να ζήσουν,
να νομίσουν για μια φορά
πως τους χαρίστηκα.
[Πρώτη δημοσίευση.]







