Μετάφραση: Δημήτρης Αγγελής
Ο ΓΕΡΟΣ / EL VIEJO
Όμως γέροντα: κατάπιες
τόσες Δευτέρες και Τρίτες στη ζωή σου
και τόσες Τετάρτες
που τις ήπιες με τις Πέμπτες
έφαγες τις Παρασκευές
γεύτηκες μέχρι και τα Σάββατα,
καταβροχθίζοντας Κυριακές
αλλά τόσες και τόσες
κοιμώμενος, καταξοδεύοντας,
καπνίζοντας,
βλέποντας ποδόσφαιρο,
σαχλαμαρίζοντας με τον γείτονα
ή με τη γυναίκα σου,
κάνοντας η αγάπη να τους φτιάχνει
ή να τους έφτιαχνε,
έτσι που το αόρατο ίχνος
τόσων περιπετειών
σχεδίασε ρυτίδες στο πρόσωπό σου,
άσπρες τρίχες, τερηδόνα,
λιγότερα μαλλιά, γυαλιά,
ποδάγρα, ισχιαλγία, προβλήματα στο συκώτι,
άσθμα, προστάτη, γρίπες,
ώσπου φτάνεις σ’ ένα οποιοδήποτε απόγευμα
ενός Γενάρη όπου σε βλέπω
ν’ ατενίζεις τον κόσμο
‒μόνος‒
σε μια στάση στη Μπογκοτά,
κοιτάζοντας το άπειρο
σαν ένας γέρικος σκύλος ήδη, χωρίς αφέντη.
ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ / ESPÍA
Υπάρχει κάποιος που κατασκοπεύει από τον σύρτη της πόρτας μου,
πίσω απ’ το παράθυρο, πάνω στο πάτωμα,
κάτω απ’ τις σανίδες της κρεβατοκάμαράς μου υπάρχει κάποιος που
με κατασκοπεύει,
που μασουλάει τα μολύβια μου αλλά και τα όνειρά μου,
κάποιος που κατασκοπεύοντας δαγκώνει τη δυστυχία μου.
Πάει καιρός που αισθάνομαι αυτήν την παρουσία
κι έχω συνηθίσει ήδη τη βαριά σκιά της.
Με συντροφεύει στο τραπέζι, μου ετοιμάζει κόκκινο κρασί,
πίνει στο πλάι μου, κοιμάται, ξαγρυπνά
γιατί γνωρίζει όλα τα μυστικά μου.
Αυτός που με κατασκοπεύει γράφει ετούτο το ποίημα.
ΠΡΙΝ ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ / ANTES DEL DESPERTAR
Σήμερα με φίλησε, γυμνό, ένα όνειρο:
ήταν η ρυπαρή λάμψη
της μέρας που έρχεται, με φόβο.
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ / TU NOMBRE
Στον τοίχο του δωματίου μου
είναι τυπωμένο τ’ όνομά σου,
αόρατο,
ανεξιχνίαστο.
Σε κάθε γωνιά του δωματίου
αναπνέει τ’ όνομά σου.
Κολλημένο στις σκιές
παραμένει,
νιώθεται.
Στην κόγχη του δωματίου μου
ξεπηδά στη ματιά τ’ όνομά σου,
ζωντανό,
παλλόμενο,
βροντερό.
Στο πάτωμα του δωματίου μου,
μπροστά, στην ψευδοροφή,
τ’ όνομά σου γράφεται μόνο του
και ζωγραφίζεται
και γίνεται γλυπτό.
Σε κάθε νυχτερινό όνειρο
μέσα στο δίχτυ του δωματίου
τ’ όνομά σου μεγαλώνει ή δραπετεύει
με κατοικεί,
ρέει
και χύνεται.
Εκεί παραμένει τ’ όνομά σου
σαν μια άμορφη παρουσία.
Τ’ όνομά σου που ήταν τυφώνας
και τώρα πια μια λίμνη από νοσταλγίες.
ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ / A YANNIS RITSOS
Πριν επωμιστείς τη λέξη
τα μάτια σου είδαν τη Μεσόγειο
και επινόησαν το θαλασσινό της χρώμα.
Έπειτα έγινες ο εργάτης
της λέξης που δημιούργησε εκ νέου τη θάλασσα.
Ο λόγος σου έκανε δυνατό
κάτι ακτινοβόλο
να ομορφύνει τον κόσμο.
Τις νύχτες, πίσω απ’ τα κάγκελα της φυλακής,
ανακάλυψαν το φως.
Η ζωή έγινε πιο γλυκιά.
[Πρώτη δημοσίευση των ποιημάτων του Χοσέ Λουίς Ντίαθ-Γρανάδος (Σάντα Μάρτα, Κολομβία, 1946).]