Ταξινομώντας τις φωνές που πέρασαν στην καρδιά μου
λίγο-πολύ σαν αστραπές που έσταζαν αίμα
μέσα της, εξεχώρισα τις δικές σου.
Φωνές
γυναικών, νηπίων, γερόντων. Κι ακόμη:
δυο χιλιάδες φωνές που ερχόντουσαν από κάτω
μακριά, κάποιο χώρο ακαθόριστο, φωνές
χορωδίας που ανεβαίνουν σαν μες από ένα
μαύρο πηγάδι. Κι ακόμη, φωνές
αγαλμάτων πανάρχαιων και φωνές
τερρακόττες. Και φωνές από κάμποσες
χιλιάδες Μαρίες που εγκατέλειψαν τα εικονίσματα
και γυρίζουν στους δρόμους να μαζέψουν
τα βρέφη τους, να τα βάλουν σε αντίσκηνα.
Φωνές και φωνές και φωνές που ο μέγας
πόνος τους ταπεινώνει τους ποιητές, γιατί κάτω
απ’το βάρος τους λυγίζουν οι λέξεις,
θρυμματίζονται οι στίχοι, και τέλος
το ποίημα «Κύπρος» δεν γράφεται.
Ταξινομώντας τις φωνές, ταξινομώ τα χρέη
που θ’ αφήσω εκκρεμή: τ’ άγραφά μου ποιήματα.