Ἡ Χρυσή Βροχή
Κοιτάζοντας πάντοτε πρός τόν Οὐρανό
θά πέσει κάποτε ἡ Χρυσή Βροχή,
πού προσμένουν ἄνθρωποι καί ἄγγελοι
Θά δροσίσει ἡ βούληση,
θά φωτίσει ἡ ἀγάπη τά χλωμά πρόσωπα
θά σκιρτήσει ἡ σκέψη μας παράξενα
κι ἡ γνώση θά παγώσει
καί σέ μικρούς κύβους
θά σκορπίσει στήν ὑφήλιο.
Στίς ἀκριβές λιμνοῦλες
ὁ βαρκάρης θά ξεπλύνει τά πόδια του
καί τό ἁλάτι θά δέσει στή γῆ.
Ὤ Χρυσή Βροχή ὄνειρο αἰώνων
σέ προσμένουν γενεές γενεῶν!
*
Μέ μιά βελόνα
Μέ μιά βελόνα
σφηνωμένη στό κεφάλι
πρωτάκουγε τό χτυποκάρδι τοῦ ἥλιου.
Μέ ἀπελπισμένη κραυγή
ἱκέτευε τήν ἀπουσία τῆς μητέρας του.
Μέ ματιά γεμάτη ἀθῶο παράπονο
ἔπεισε τούς ἀνθρώπους μέ τ’ ἄσπρα ροῦχα,
νά τό ἀφήσουν , ἀπ’ τά κρύα χέρια τους,
γιά νά τρέχει στό μέλλον σάν ἐλάφι
στόν περίβολο τῆς γειτονικῆς ἐκκλησίας.
*
Στά τρίσβαθα
Κοιτάζοντας στά τρίσβαθα τῆς καρδιᾶς μου
βλέπω πικραμένες ὑπάρξεις
νά στεγνώνουν τά δακρυσμένα ροῦχα τους
στόν ἥλιο τοῦ ὀνείρου μου.
Θόρυβοι τρομεροί καί μελωδίες ἐξαίσιες
ἀντηχοῦν στήν πικραμένη ψυχή τους.
Ὁ δρόμος τῆς ἀνοδικῆς πορείας τους
χάνεται στό σκοτάδι,
ἕνας παράξενος ἥλιος σημαίνει στίς καρδιές
τῶν ἐκλεκτῶν.
Μέ χίλιους τρόπους ὁ Θεός καλεῖ τόν ἄνθρωπο.
*
Τά νερά τοῦ κόσμου
Τά νερά τοῦ κόσμου τούτου
μαζεύτηκαν τριγύρω μου
καί γώ φοβᾶμαι τούς βράχους
πού πέφτουν καταπάνω μου,
τούς ἴδιους βράχους
πού τούς ἔκανα κατήχηση
στά παιδικά τους χρόνια,
τότε πού ἔβλεπαν τόν ἄνεμο
νά παίρνει ἀλύπητα
τήν ἄμμο ἀπό πάνω τους.
[Πρώτη δημοσίευση. Επιλογή: Νατάσα Κεσμέτη.]