ΜΥΡΙΟΦΥΤΟΥ ΚΑΙ ΜΑΤΑΛΩΝ
Όταν γύρισα σπίτι
Έλειπε η μέρα
Ο παρονομαστής του αύριο
Πάτησα το διακόπτη
Και γέμισε το δωμάτιο μεταλλική συννεφιά
Δε θα ’πρεπε να βλέπω φόβο πίσω απ’ τις κουρτίνες
Το σύρσιμο του σκοταδιού κάτω απ’ τα έπιπλα
Στο χαλί της ερήμωσης
Μέσα στις ντουλάπες σταφύλια σιωπής στ’ ακρόρουχα
Δε χρειαζόμουν το φόβο
Την οχλαγωγία των δευτερολέπτων
Μπουκιές φωτός απλοποίησαν
Την εικόνα του δωματίου
Αρκετά για να δω πως ήμουν
Μόνη παρέα με τα παπούτσια που
Μόλις μου ’χες βγάλει.
ΠΟΙΗΤΗΣ ΛΟΥΟΜΕΝΟΣ
Ποίηση
η εκκρεμότητα
ανάμεσα στη θάλασσα
και τη θάλασσα
Έβρεχε ακόμη στα χέρια του ποιητή
Με τόσους ποταμούς ανάμεσα
Πώς ν’ ανοίξει το παράθυρο
Να σπείρει ψάρια στα νερά
Πώς να σύρει πίσω τις κουρτίνες των χρόνων
Ήθελε να τραβήξει μαλακά το μάνταλο
Να ξεχειλώσει τη συνήθεια ως το μέγεθος της πόρτας
Να φιλοξενήσει λίγο έξω κόσμο
Ό,τι χωρέσουν τα έπιπλα
Απ’ τα κομμάτια του δρόμου
Απ’ τις στροφές του γυρισμού
Να βάλει τους περαστικούς να πιουν τσάι
Να κατοικήσουν την ίδια μεριά της λέξης
Να μυρίσουν τα κυκλάμινα στην ελάχιστη γλάστρα τους
Να τους δείξει σειρές μάτια στις φωτογραφίες
Υάκινθος η φωνή του
[Από τη συλλογή Χειρόγραφη πόλη, Μανδραγόρας, Αθήνα 2013.]