frear

Για τις ελληνικές γλώσσες μ’ αφορμή μια μετάφραση – του Μιχάλη Μακρόπουλου

Μια μετάφραση (ανάλογα και τη μετάφραση βέβαια) είναι μια βουτιά στη γλώσσα, άλλοτε ίσα ίσα για να πιάσεις ένα ταπεινό κοχύλι ή βότσαλο, κι άλλοτε μια βουτιά σαν των αλιέων μαργαριταριών, που στο τέλος της μένεις δίχως ανάσα και ίσα που κατορθώνεις να βγεις στην επιφάνεια με το τελευταίο μόριο αέρα που ’χεις στα πλεμόνια σου. Κάπως έτσι βρέθηκα να μεταφράζω ένα βιβλίο για τους Δελφούς (Delphi , του Michael Scott), έχοντας μπρος μου έναν τεράστιο όγκο υλικού που ’πρεπε κάπως ν’ αποδοθεί, και άθελά μου κάνοντας ένα ταξίδι στις ελληνικές γλώσσες, που ’ναι μία και πολλές, με τη συνέχειά τους να ’ναι ένα άπλωμα του χεριού που ’καναν άνθρωποι πάνω απ’ τους αιώνες για να φέρουν στη γλώσσα της δικιάς τους εποχής κείμενα που μίλαγαν μιαν αλλιώτικη μα και ίδια λαλιά. Για την ανάγκη της μετάφρασης, ξαναζωντάνεψαν λέξεις, κάνοντας πάνω απ’ τα βάραθρα του χρόνου τούτο το άπλωμα του χεριού που δίνει στη γλώσσα τη συνέχειά της. Οι επιλογές που ’καναν, είν’ ένα απέραντο σχολείο. Η δίχως ακροβασίες, στερεή, μα τόσο πλούσια δημοτική του Θρασύβουλου Σταύρου στ’ αποσπάσματα που χρειάστηκα απ’ τον Ευριπίδη. Η δοκιμή της έκτασης που ’χε η δημοτική γλώσσα, των συνθετικών της δυνάμεων κι ορίων, και της δύναμής της να ενσωματώνει αρχαιοελληνικές λέξεις, στη μετάφραση των Ευμενίδων και της 1ης Πυθικής Ωδής του Πινδάρου, όπου συμβουλεύτηκα τον Γρυπάρη. Με λιγότερο «τσίτωμα» της γλώσσας, μα σίγουρη στις επιλογές της, η μετάφραση του Ομηρικού ύμνου εις Απόλλωνα των Παπαδίτσα-Λαδιά. Για τις παραπομπές στον Ηρόδοτο ανέτρεχα, στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα, στις μεταφράσεις των Μαρωνίτη (Κλειώ), Ζενάκου (Ευτέρπη, Θάλεια) και Σπυρόπουλου (Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύμνια, Ουρανία, Καλλιόπη), και σε καθεμία ο Ηρόδοτος σαφώς αποχτάει άλλο άρωμα και γεύση. Μαγεμένος, συναντήθηκα με τον Σεφέρη στο κείμενό του για τους Δελφούς στις Δοκιμές, μα αποκάλυψη ήταν ο Χρήστος Καρούζος στους Δελφούς. Έπιασα να τον διαβάσω με διάθεση «χρηστική», για να ’χω έναν μπούσουλα, και βρέθηκα να διαβάζω μια γλώσσα που στη λογοτεχνικότητά της σε τίποτε δεν υστερούσε από τη γλώσσα του Σεφέρη, κι ας ήταν ποιητής ο ένας κι αρχαιολόγος ο άλλος. Γράφει για το τοπίο των Δελφών:

«Η μεγαλοσύνη και η αδρότητά του και η ανήσυχη μορφή των στοιχείων του τόπου αυτού, αυτή η εντελώς ασυνήθιστη ατομική φυσιογνωμία του Δελφικού χώρου, προκαλεί άμεσο το θαυμασμό και ξέρομε πως ό,τι θαυμάζομε αργά η γρήγορα θα το αγαπήσομε κιόλας, πως με το μέσο του θαυμασμού θα καταλάβομε τα μυστικά της ατομικής ομορφιάς του – που είναι αλλοιώτικη βέβαια από την υγρή και μαλακή ομορφιά του αττικού τοπίου, τη σχεδόν άυλη και ριγηλή».

Νιώθει συχνά κανείς μια δειλία, σ’ επιστήμονες, να εκφραστούν έτσι σαν ποιητές, σαν να μην μπορούν επιστημονική ακρίβεια και ποιητικός λόγος να συνυπάρξουν, θαρρείς και ο δεύτερος με κάποιον τρόπο θα ακύρωνε την πρώτη − και τούτο είναι που κάνει τόσο γοητευτικό κι αναπάντεχο το συναπάντημα με το λόγο του Καρούζου.

Και δυο ακόμα αποκαλύψεις με περίμεναν. Αναζητώντας έναν εύκολο τρόπο ν’ ανατρέχω διαρκώς στους Βίους του Πλουτάρχου, έπεσα πάνω στις μεταφράσεις τους απ’ το Ραγκαβή, που τις έχει περασμένη στη βιβλιοθήκη της η Ανέμη.

Αν μπορούν να συνυπάρξουν αυστηρότητα και πλαστικότητα, και μια ακρίβεια στην έκφραση, που πουθενά δεν αφαιρεί από τη γλώσσα τη ζωντάνια της, είναι στην καθαρεύουσα του Ραγκαβή. Και η δεύτερη αποκάλυψη ήταν μια μετάφραση, έκδοση του 1817, της Επιτομής των Ιστοριών του Πομπηίου Τρόγου του Ιουστίνου (πάλι στην Ανέμη), όπου ένιωσα στη γλώσσα μια ταλάντευση αλλιώτικη από τη σίγουρη αυστηρότητα του Ραγκαβή, ήδη μια πρόγευση κάπου, μια προϊδέαση, της δοκιμής των ορίων της από τον Γρυπάρη και της κατοπινής εξομάλυνσής της στις γλαφυρές μεταφράσεις του Σταύρου και στην ισορροπημένη ομορφιά του Σεφέρη και του Καρούζου (πριν από τον κατοπινό, άνευρο γλωσσικό «καθωσπρεπισμό», που εξαφάνισε κάθε ίχνος ντοπιολαλιάς κι έφερε μιαν αποξήρανση, μιαν απίσχνανση – και στα επιλεγόμενά του μάλιστα ο μεταφραστής της επιτομής λέγει: «Το βιβλίον τούτο το εκδίδω εις την γλώσσα όπου ομιλώ· μ’ ήταν ευκολώτερον να το γράψω αττικά· πλην δε θέλησα διά λόγους καταληπτούς από τους φρονίμους, και βαρετούς και εις εμένα και εις εσένα, φίλε· εις την γλώσσαν, λέγω, όπου ομιλώ, όχι παρδαλά καθώς κάμνουν άλλοι, ανακατόνοντας την μίαν με την άλλην, και σκεπάζοντας ούτω την άγνοιάν τους και εις ταις δύο· αλλά καθαρά αιολοδωρικά, όσον ημπορώ»).

Για τους Δελφούς λοιπόν, ξανά:
«Ο ναός του Απόλλωνος εις τους Δελφούς κείται εις το όρος τον Παρνασσόν, αναμεταξύ εις απότομαις πέτραις ή στεφάνια οπού κρέμονται ολόγυρα· εκεί η σύχνασις των ανθρώπων έκαμε πόλιν, οι οποίοι θαυμάζοντας αυτόν τον μεγαλοπρεπή και ξεχωριστόν τόπον, έτρεχαν από παντού και κάθιζαν εις την πέτραν· και ούτω φυλάγουν τον ναόν και την πόλιν, όχι τείχη, αλλ’ απόκρημνοι τόποι· όχι χειροποίητα οχυρώματα, αλλ’ αυτόματα και φυσικά ρήγματα».


[Πρώτη δημοσίευση.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη