ΔΕΣΜΙΟΣ ΒΑΡΥΤΗΤΑΣ
Κι όμως, εμπόδισες τον κόσμο μου να σε γεμίσει
Να κατακλύσω τα δωμάτια
Nα αλώσω την αντίσταση απ’ τα καθίσματα
Nα πλημμυρίσω τα τραπέζια
Nα στάξω απ’ τους πολυελαίους
Nα λιώσω τα ψυγεία
Εμένα να γεμίσουν οι ντουλάπες σου
Nα αναμετρηθώ με το κατακάθι του καφέ
Nα τσουγκρίσω τα ποτήρια σου
Nα βάψει τους τοίχους σου η μυρωδιά μου
Δεν άφησες να ατμισθώ σα μέθη στο μυαλό σου
Nα υψωθώ σαν τον καπνό και να πετάξουμε
Δέσμιος έμεινες βαρύτητας αμείλικτης
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Τι είναι εκείνο που κάνει τις όμορφες, πειθήνιες κόρες μας, επικίνδυνα ανατρεπτικές; Ενώ περνοδιαβαίνουν ήρεμα τις γειτονιές του λόγου, ξάφνου ακούγεται μια έκρηξη κι η τάξη δυναμιτίζεται.
Ποιος τις έμαθε να αναμειγνύουν μίγματα, να συνδέουν καλώδια, να εγκαθιστούν μηχανισμούς; Κι εκεί που ακροπατούσαν ήσυχα στις αμμουδιές του Ομήρου, ποιος έκανε τις λέξεις μας αντάρτισσες πόλεων;
Τι είναι εκείνο που μαζεύει ένα-ένα τα κύματα και ξεσηκώνει τρικυμίες;
Τι είναι εκείνο που αλλάζει την αδιασάλευτη τάξη πραγμάτων;
Κι εκεί που τα πλήθη έβοσκαν την κανονισμένη τροφή του κοπαδιού ανάμεσα προβάλλει ένα ζιζάνιο, ένας απρόβλεπτος βλαστός . Ποιος σπόρος βλάστησε υπερηφάνεια; Πως λέξη αντιστάθηκε σε κράνη, πανοπλίες;
Τα βράδια κάτω από το πορτατίφ στοιχίζονται σε ποιήματα. Τα πρωινά παρατάσσουν λαούς έξω από κυβερνεία και αγορές.
Ένας στίχος μπορεί αυτό που δεν μπόρεσαν αιώνες διαστροφής .
Ένας στίχος μπορεί.
[Πρώτη δημοσίευση. Το έργο είναι του Antonio López García.]