ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ
Έχω έναν πατέρα μωρό
Κάθε βράδυ του ζεσταίνω το γάλα
Στα κρυφά ρίχνω μέσα κουταλιές τη ζωή μου
Με καταπίνει αργά
Ύστερα με φωνάζει στα όνειρά του
Με καλεί με το μικρό του όνομα
Μπερδεύει τα πρόσωπά μας
Το δικό μου με το δικό του
Όλο το βράδυ τινάζει τα πόδια
Δεν τον προφταίνω
Δίνει μια και πηδάει από το παράθυρο
Το τρεχαλητό του αντηχεί σ’ ολόκληρη την πόλη
Δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω
Το πρωί κάθεται στα γόνατά μου
Λέει ιστορίες από τα παιδικά μου χρόνια
Εγώ παρατηρώ τα στραβωμένα δάχτυλα του ποδιού του
να κινούνται ακατάπαυτα.
Ανοίγω την πόρτα να βγω
και βρίσκω μια φωτογραφία οικογενειακή–
Ο πατέρας λείπει απ’ αυτήν.
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΡΕΙΒΑΤΙΚΗ ΙΙ
Κατεβαίνει πάλι ο αδερφός μου με τον κόκκινο λαιμό.
Εκείνον τον καιρό έκανα το αγροτικό μου.
Του λέω, κάτσε να σε δω, δεν μου μοιάζεις καθόλου.
Θυμάσαι την εποχή με τα Μπρεν και τα στραβά ποδήλατα;
Έκανε πως με άκουγε, αλλά μια μουσική μηρύκαζε τ’ αυτιά του
Κι ύστερα είχε πέσει και λίγο σκοτάδι.
Δώσαμε ραντεβού την επομένη στα χωράφια κι έκτοτε
δεν τον ξανάδα.
Διορίστηκε στο Ακρινό, μελετητής ήχων του παρελθόντος.
Εγώ τελείωσα τις σπουδές, έφυγα στο εξωτερικό κι όταν γύρισα
έμαθα τη φήμη πως έχω πεθάνει.
[Από τη συλλογή Παθολογική Α΄, Μικρή Άρκτος, Αθήνα 2013.]