1852
Στην καρδιά του Λευκού
Στο χείλος της Θέρμης
Μετρώ τους παλμούς
Σε έτη φωτός.
Στοιχηματίζω τα πάντα
Σε αυτήν την άνοιξη.
Οι ανάσες–
Οι ανάσες–
Με ηρεμούν.
Αυτός ο πόλεμος
Εναντίον του πάγου
Θα λήξει σε ένα τοπίο
Ανθισμένων ανδρών.
Το πλήρωμα αφήνει
Το βάρος του Κόσμου
Στους σκεβρωμένους μου ώμους.
Μου φέρνουν νέα στην πρύμνη
Μου φέρνουν έναν άντρα
Με μάτια-βωμούς να σκύψω
Σαν Θεία Ευχαριστία να πιω
Το μαύρο αίμα
Θυσία-ποτάμι που ρέει
Από ακίνητα χείλη.
Είμαστε εκατόμβη.
Οι ανάσες–
Οι ανάσες–
Με τρομοκρατούν.
Λιτανεία που συρίζει σαν άνεμος
Στο χάος της χιονοθύελλας.
Ω Έαρ.
Ω Έαρ.
Ω Έαρ.
Αλληλούια.
Σφίγγω τα χέρια τους
Λέω Ναι ναι ναι
Θα σωθούμε.
Στέλνω σήματα
Σε έτη φωτός.
Μέρες Καρναβαλιού
Μέρες που κινείσαι
Μεταξύ των σκιών
Και ο Θάνατος στο κατάρτι
Λαμβάνει το πρόσωπο Ηπείρων,
Χαρτογράφων, Πλοιάρχων,
Εραστών– σκέψεις που αφήνω
Να παρασύρουν οι φλόγες.
Τέτοιες μέρες, λοιπόν, εγώ
Προσεύχομαι στον ίδιο Θεό
Που παγιδεύει λογισμούς
Περί ανθρώπινης σάρκας
Στο σπήλαιο-στόμα της Μνήμης.
Είναι η Πείνα.
Είναι η Θέρμη.
Είναι η Νύχτα
Που δεν τελειώνει.
Είναι ο Ήλιος
Που δεν δύει
Και δεν δύει.
Οι ναύτες
Με επισκέπτονται βράδυ.
Στο ημίφως
Ράβουν συντεταγμένες
Στα αιματόβρεχτα χέρια μου
Πιέζουν υποσχέσεις
Σαν αποξηραμένα άνθη
Στους κυνόδοντες του κρανίου μου
Μου φορούν την ανείπωτη Μάσκα
Και ο κόσμος μου γίνεται δύο σχισμές
Λες και φορώ κάλυμμα για τη Λευκαύγεια
Λες και δεν υπάρχει στον ορίζοντα άλλη λύση
Πέρα από εκείνη που αστράφτει εμπρός μου.
Στο ημίφως
Γίνομαι ο Εραστής, ο Άσωτος, η Ψευδαίσθηση,
Γίνομαι όσα δεν τόλμησα ως τώρα να υπάρξω.
Κανείς δεν πρέπει να μάθει πως το πρώτο μου
Ένστικτο
Όταν μου φιλούν οι ναύτες τα χέρια
Είναι να δαγκώσω, να ξεσκίσω, κι ύστερα
Να φτύσω στη φωτιά,
Μα εδώ δεν υπάρχει φωτιά.
Στις ανάσες που μοιραζόμαστε,
Το ρίγος του θαλασσινού αλατιού.
Και ιδού, ο Θάνατος στο κρεβάτι
της καμπίνας, απρόσκλητος,
ανάμεσα στους άντρες που αγαπώ και πασχίζω
Να σώσω.
Τι επισκέπτης
Τι νύχτα
Τι ουρανός έξω από το παράθυρο μου!
Είμαστε η πυρά του Καρνάβαλου
Που καταβροχθίζει το πλήρωμα;
Ω Carna.
Ω Carna.
Ω Carna.
Αλληλούια.
Η δική μας Σταύρωση
Δεν θα έχει Ανάληψη.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: James Εnsor. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]








