Πέρασα
από τα μέρη που κάθονται τις Κυριακές
οι Αλβανοί
σκαρφαλωμένοι σε ψηλά σκαμπό
με πρόσωπα κόκκινα έτοιμα να σκάσουν,
χέρια δουλεμένα στα μπετά
χαμογελώντας με χρυσά δόντια:
Πατρίδα παλιά,
μαυρόασπρη,
με ατέλειωτους χειμώνες,
τις καμινάδες να αχνίζουν καθησυχαστικά
στα λασποχώρια.
Τρίβουν τα χέρια τους σήμερα,
κερνούν ρακές, γελούν με ακατανόητα χωρατά.
Η σερβιτόρα,
μεσόκοπη με κουρασμένο πρόσωπο,
στέκα μαλλιών κερασφόρα,
χριστουγεννιάτικη,
ζακετάκι κοντό,
ανάβει τη μοναδική σόμπα
στο πλάι του Γερμανού της ομήγυρης –
κατάλαβε μάλλον που υπάρχουν κουρκουμπίνια.
«Ντάνκε», της λέει αυτός
μ’ ένα ελάχιστο ανασήκωμα του κεφαλιού
πίσω από γυαλιά ανάγνωσης,
φωνή βαθιά,
πνιγμένη στο καθήκον της πληκτρολόγησης
ενός μηνύματος στο κινητό.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Laurits Andersen Ring. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]