Μικρό καλοκαίρι
Τώρα –
Στους πρώτους αέρηδες του Οκτωβρίου
μέσα σ’ αυτό το μούχρωμα
κάθονται και μιλούν μια γλώσσα σιωπηλή.
Ανοίγουν τα στόματά τους ανασηκώνουν τα κεφάλια τους
και φωνάζουν αθόρυβα.
Κραυγές άηχες
κινήσεις μιας ύστατης ανάγκης να ακουστούν
-λίγο πριν πέσουν-
κάτω απ’ το κίτρινο φως
κι έναν ουρανό που βρέχει μέσα του
κι ας μη φτάνει μια στάλα ως εδώ.
Μοιάζουν να τρέμουν καθώς σκοτεινιάζει.
Γνωρίζουν πως σε λίγο θα ξεγυμνωθούν
για να βυθιστούν μέσα στην παχιά υγρή λύπη μας
-τον χειμώνα-
Αν δεν βγεις έξω
δεν θα μπορέσεις να δεις
δεν θα μπορέσεις να ακούσεις
Θα τα παρατηρείς μονάχα
-βουβά- να σε καλούν
στον χορό, αυτό, χωρίς βήματα
μέσα από το παραμορφωτικό γυαλί της σφαίρας σου
στην γλυκιά μελαγχολία του φθινοπώρου.
Άτιτλο
Καθώς δύει ο ήλιος
λουλάκι μοιάζουν οι ασβεστόλιθοι
φίλοι παλιοί που στωικά συνομιλούν
μ’ αγκάθια της σιωπής τους