Ποια είναι αυτή,
τη λένε πληγή και γκρεμό φρικτό τη φωνάζουν,
με στεναγμούς και σπινθήρες φωτός αναστήθηκε,
μ’ ένα βλέμμα της ακονίζει επιθυμίες,
ακροπατεί στα μύχια ενός κόσμου ασάλευτου
και φυτεύει πόθων κρατήρες.
Ποια είναι αυτή,
τη λένε τρελή, θύελλα και ανεμόδαρτη τη φωνάζουν,
που ανήμερα ανασταίνεται απ’ το έρεβος
και βάφει τα χαράματα κόκκινα,
που καλεί τα ονόματα όσων την ξέρουν,
γλιστρά στα όνειρα όσων την αγνοούν,
καρφί επίμονο που χτυπάει να ρίξει τον τοίχο.
Ποια είναι αυτή,
παλαιά τη λένε, ξεχασμένη και φόνισσα,
που σπέρνει ανέμους και ήττες θερίζει,
που τρέφεται με ζώντες και τεθνεώτες,
που ξενυχτάει στις πόλεις και ξυπνά στα βουνά,
που καρφώνει σπαθιά και σταυρούς στο Αόρατο.
Ποια είναι αυτή,
τη λένε αιμάσσουσα, χοάνη και πηγή που στερεύει,
νεκροζώντανη, δόλια, τελειωμένη και ψεύτρα,
που σκάβει τάφρους, καταλύει τις βεβαιότητες
και μεσουρανεί στο ζενίθ όλων των ανεκπλήρωτων.
Μα εσύ, εσύ που την αναζήτησες,
εσύ που έψαξες τα πολλαπλά πρόσωπά της,
εσύ που γεύτηκες για μια στιγμή την ανάσα της
θυμήσου,
θυμήσου και κράτα το μεγάλο της Έψιλον
στη γλώσσα σου πάνω.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Mia Tarney. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]