Στην Μαρία, την Άννα, την Σταματίνα
1.
Τεντώνεται σα γάτα, χαϊδεύει το ξυρισμένο της κεφάλι, φτιάχνει ψέματα το ένα δίπλα στο άλλο, το στόμα της είναι φρέσκος πηλός. Κύριε, το τελευταίο κουρέλι σου να το φυλάξεις για εμένα. Δεν κελαηδούσε σαν πουλί μήτε σα χελιδόνι, μόν’ ελαλούσε μ’ ανθρώπινη λαλίτσα.
2.
«Στην ηλικία μου οι ποιητές μοιάζουν με αποξηραμένα φρούτα. Δεν ξέρουν να επιστρέφουν τα μαύρα μας μαλλιά ούτε να καίνε πόλεις. Δεν έχουν ιδέα πώς πονούν του Λάζαρου οι πληγές ή τα ψιχία πώς εγλιστρούσαν στο ξεραμένο στόμα. Εις έναν ποιητή που μας κρεμά ανάποδα λοιπόν, και στα νομίσματα που χύθηκαν στο χώμα».
3.
Αυτή η γυναίκα σού δρόσιζε την πλάτη, σου έστρωνε κόκκινο τραπέζι. Τώρα φουσκώνει στις φλέβες της φαρμάκι. Στόμα φαρμάκι, στήθος φαρμάκι σαν τις γάτες του Αι-Νικόλα. Τώρα κοιτάζει απ’ το παράθυρο, κανένας δεν την βλέπει, ανεβαίνει σιγά σιγά στους ώμους σου, κανένας δεν την βλέπει, μόνο το ορθογώνιο παράθυρο της επιστρέφει, το είδωλον του νέου σώματός της.
4.
«Δεν είναι όλες οι νύχτες των κρουστών, υπάρχουν και οι ακριτικές και οι ουράνιες νύχτες. Γύρω από ένα τραπεζάκι, σε κορυφές βουνών, υπό το βλέμμα των άστρων. Θα σου χαράξω και τη διαδρομή. Σιωπές, αειθαλή, λίγα λόγια, βρεγμένα. Και δάχτυλα λεπτά, εγώ είμαι αυτή, εγώ, αέρας απ’ τις βελανιδιές φυσώντας στα μαλλιά σου».
5.
Άνοιξε τα μάτια της δαγκώνοντας απαλά τη φλούδα της παλάμης της. Ακόμα μια αυγή την είχε παρακάμψει.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Merab Abramishvili. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]