Ικαρία
Ο βίος μοναδικός του καθενός
λογιέται
κι ανεμοτάφια χτίζοντας
ανέμους ξενυχτούσαν
αν στη ζωή δεν μπόρεσα εκείνο
που νόμιζα δικό μου
συνάντησα θαρρώ το λογισμό μου
και σε καυτά λουτρά σαν βούτηξα
έψαχνα να βρω κρύα
απρόσκοπτα θα συνεχίζω να πέφτω
για χάρη των λιωμένων μου φτερών
κι ίσως να πάρω μάθημα.
Απόγευμα
Κι έπειτα έτυχε να δω
την Αμαλία στο περβάζι ένα απόγευμα
να αναπνέει
να ασθμαίνει ίσως
κάτω από τα βαριά βελούδα της
και την κεντημένη της ποδιά
πνιγμένη απ’ τον βαρύ της κότσο
και το χρυσοποίκιλτο φέσι
κοιτούσε με αγωνία έξω απ’ το παράθυρο.
Είδε μια χώρα να κραδαίνει τα όπλα της.
Μα ήταν σαφώς ακίνητη
ως αρμόζει σε πορσελάνινη κούκλα.








