Κι είχα τόσον καιρό να μπω σε εκκλησία
Ανάλαφρη
Όχι ανάλαφρη
Αβαρής
Με πέλματα ελάχιστα χιλιοστά πάνω από το πάτωμα
Κατάνυξη που αισθάνεσαι χαϊδεύοντας λαιμό γαϊδάρου σε νησί
Μιλούσαν για ανάσταση νεκρών
Πρώτον, εσύ δεν είσαι νεκρός για μένα
Αλλά για τα Ληξιαρχεία και για την ορφανή θέση σου στις ταβέρνες
Δεύτερον, δεν προσδοκώ ανάσταση
Συνάντησή μας περιμένω στα γρασίδια των ουρανών που είναι ξερά
Κι έχουν χρώμα ανείδωτο
Εκεί θα έρθουν με τα χρόνια φίλοι και δικοί
Εκεί η μάνα σου η πικραμένη
Με την επιδαύρεια αγκαλιά της σίδερο σκουριασμένο
Εκεί το παιδί σου σε βαθιά, στ’ ορκίζομαι, γεράματα
Να πει πατέρα
Να πουν αγάπη μας
Να δουν τα μάτια σου ξανά, τελείως άλλα από τα της γης
Δεν θα κουβαλούν τώρα το φως του ηλίου
Θα χωρούν σκοτάδι κρυστάλλινο
Μέσα να κατοικεί όλη η ανάσα του Συμπαντικού Καθρέφτη
Και να πνέει θολή, ζεστή, καθόλου παραπονεμένη
Τι θα ’μασταν εδώ στη γη χωρίς τα παράπονά μας
Τι θα ’σασταν στους ουρανούς χωρίς τις λησμονιές σας
Με έχεις ξεχάσει κι έχεις ξεχάσει όσα συνέβαιναν στο δέρμα σου
Γιατί δεν έχεις δέρμα τώρα
Με έχεις αποβάλει φυσικά σαν ξεφλούδισμα και πετάς ανύποπτος
Αυτό πονάει τον εγωισμό μου
Αυτό φέρνει δάκρυα κακά κι όταν τα κλαίω σε ανατριχιάζουν
Από το καλοκαίρι του φευγιού σου μέχρι το φετινό
Όλο φυσά
Κλαίει πολύς κόσμος για σένα
Και τα κλάματα ακολουθούν ανάποδη πορεία κι ανέρχονται
Ματώνουν τα σύννεφα
Ενοχλούν το πέταγμά σου
Στην κοινωνία των νεκρών, κεκοιμημένων, αντεστραμμένα ζωντανών
Τα μόνα προβλήματα απορρέουν από αυτήν την άγνωστή σας θλίψη
που έρχεται από τα κάτω
Ατμός επικίνδυνος που σας στεγνώνει κι άλλο
Αλλά τι αγαπημένοι σας θα ήμασταν αν μόνο χαμογελούσαμε
Πες μου εσύ τι θα έκανες/Αν πέθαινα εγώ
Εσύ θα άναβες, θα έσβηνες, θα κούρδιζες, θα βημάτιζες υπερήφανος
Χαϊδεύοντας με τις μαλακές σου, πελώριες παλάμες όλα τα ρήματα του
Δημήτρη Δημητριάδη
Αλλά
Εγώ θα ’θελα να κλάψεις
Εγώ θα ’θελα να ριγήσω ανάμεσα στους άλλους πεθαμένους
Θα ’θελα να πω κάτι ακατάληπτο στην αίσθηση του πόνου του δικού σου
Όσο κι αν πονούσες δεν θα ’φτανε
Θα είχες ακόμα τα ρήματα
Αυτά που έχω εγώ
Τα λουλούδια και τα αγκάθια
Κι όταν σε βρω εκεί που είσαι
Δεν θα με γνωρίσεις
Εσύ σταματημένος στην κόψη της νιότης που στάζει μελάσα και θρέφει τον Χάρο
Εγώ (πόσο το εύχομαι και πόσο συγγνώμη) γεμάτη φαγωμένες σάρκες
Από τον έρωτα, από την μητρότητα, από την βηματισιά των ατελείωτων μηνών
Και τα γεράματα τα αραχνοΰφαντα
Πώς θα με γνωρίσεις
Τι θα δεις και τι θα θυμηθείς
Τι θα μου πεις
Διψώ να μάθω από τώρα την πρώτη σου κουβέντα εκείνη την στιγμή
Κι ας μην ξέρω τίποτε άλλο
Κι όποιος ζωντανός μου πιστεύει πως σφάλλω να στάζω στο χώμα κρασί και νερό
Για σένα
Κι όποιος θαρρεί πως δεν διψάς
Πως δεν μερακλώνεις, Τάσο
Εγώ, σ’ το λέω, τον κοιτάζω βαθιά
Του λέω με ένα βλεφάρισμα πως ανοητεύει
Την δίψα την δική σου δεν θα την μάθουνε ποτέ
Ανίκανος κι ο θάνατος να τα πάρει όλα και όλα να τα στερήσει
Ανίκανη η ζωή να χωρέσει το Παν
Γίνε ένδοξος, αγόρι μου
Δίψε, πείνα, ρηματίσου
Με τις καινούργιες λέξεις τις μαρμαρένιες
Στην ανάποδη άνθισή σου
Στο στραβό βάδισμά σου πάνω σε κορμούς και γέφυρες πλεγμένες πυγολαμπίδες
Στην εκκλησία πέταξα και σε βρήκα φευγαλέα
Όλα τα τέμπλα του κόσμου δεν χωρούν το ιεροσπάραγμα της απώλειάς σου
Εσύ δεν με είδες
Εσύ δεν θα με δεις ακόμα
Ένας Χριστός** στεκόταν δίπλα μου
Και καταλάβαινε τα πάντα
Πέρα από ρήματα κι αναπνοές
Ο τρόπος του αμάραντου, ο τρόπος του κρίταμου
(Ένα βότσαλο που μου σημαδεύει την πλάτη
Ό,τι κοντινότερο στο να σε κρατώ εδώ κοντά μου)
⸙⸙⸙
** Χριστός θα πει η ζέστη του καλοκαιριού θα πει κρυώνω και κρέμομαι στην πλάτη Του και πάει με 120 θα πει νυστάζω και τον ύπνο δεν αντέχω θα πει ο έρωτας φρούτο σε πιάτο ανεξάντλητο με φλούδα ρίζα που όσο τρώω βγάζει σάρκα θα πει πίστη ανυπόφορα ελευθεριακή επιλογή που άθελά μου κάνω όπως ανοίγω ρουθούνια ν’ αναπνοήσω κι όπως παρανοώ στο κοίταγμα του ήλιου που πεθαίνει τ’ απογεύματα Χριστός αυτή η σιωπή ανάμεσα στις δεκατοντάδες λέξεις που θέλει ν’ ακούσει και να πει το φιλί πάντα σαν τελευταίο σαν πρώτο πάντα τσούζει και λειαίνει και στάζει και πίνεται και δεν ξεδιψάται
⸙⸙⸙
[Προδημοσίευση από το βιβλίο Ο Τάσος πέθανε που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Κάκτος. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Hajdu Tamás. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]