Μετράς τα χρόνια με νεκρούς.
Όσους άφησες πίσω σου
χωρίς ένα σταυρό για προσκεφάλι
που επάνω του να αναπαύονται τα πετούμενα.
Άλλους θαμμένους και άλλους άταφους.
Ριζωμένους ανάμεσα στις ξασπρισμένες πέτρες
και τα καντήλια, άστρα σβηστά,
στη διαστολή του σύμπαντος.
– Κανένας Θεός δεν εισακούει πλέον προσευχές.
Σε κάθε σου βήμα κι ένας ανοιχτός τάφος.
Συνήθισες τα Ευαγγέλια,
τους ήχους της καμπάνας
και τα μπλεγμένα
στα εξαρθρωμένα δάχτυλα κομποσκοίνια.
Αγκιστρωμένος σε δυο ξύλα που δεν σου ανήκουν
ανοίγεις το στέρνο
και ξεχύνονται έξω αγιάσματα και μύρα.
– Κανένας Θεός δεν εισακούει πλέον προσευχές
Ψαχουλεύεις τα οξειδωμένα καρφιά.
Μουλιασμένα στων φλεβών σου το αίμα.
Για άλλα, πιο Θεία, φτιάχτηκαν χέρια.
Τα δικά σου, δυο ξεχαρβαλωμένα
του σκιάχτρου χέρια,
να χαϊδεύουν φίδια και γυρίνους.
Και μια στα μάτια σου νεροφίδα
να μουλιάζει στις θύμησες.
Το χώμα σκεπάζει αυτά που λησμόνησες.
Περασμένα ακρογιάλια και λεπρούς γεννήτορες.
Με ανοιχτές στις παλάμες πληγές
φυλλομετράς κατάστιχα ονείρων.
Και πένθησες, και έκλαψες
για όλες αυτές τις προσευχές
που δεν εισακούστηκαν.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Guram Khetsuriani. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]