Εκείνος ακούει βαθιά την ανάσα της
‒ησυχία παγωμένης νύχτας‒
και ακουμπά την παλάμη του ύπνου της
στην καρδιά του.
Έτσι για λίγο ‒για πολύ λίγο‒
ξεγελάει τον Φόβο.
Παίζοντας εκείνη νωρίτερα
γυμνή
άφησε το αποτύπωμα του κορμιού της
στο ιδρωμένο τζάμι της μπαλκονόπορτας.
Το ξενοδοχείο
βλέπει τη θάλασσα.
Χαράματα
κι ακόμα σκιαμαχεί εκείνος
με τη νύχτα,
με το είδωλό του,
με φανταστικούς αντεραστές,
με το αποτύπωμα στο τζάμι,
με της ψυχής του το έρεβος.
Το πρωί,
ενώ ο χειμωνιάτικος ήλιος
λιώνει με δάκρυα το αποτύπωμά της,
εκείνος πλένει προσεκτικά τα χέρια στον νιπτήρα,
ντύνεται άντρας,
βάζει το αόρατο σπαθί στο θηκάρι
και ακολουθεί πειθήνια τον Φόβο.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του όγδοου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]