…from my rotting body, flowers shall grow and I am in them and that is eternity
Edvard Munch
poetry is the spontaneous overflow of powerful feelings…
William Wordsworth
Τα ημερολογιακά κείμενα του Edvard Munch έχουν χαρακτηρισθεί από τον ίδιο ως «flames which pour out of the earth…»• αυτό το αυτοσχόλιο του μεγάλου Νορβηγού ζωγράφου ισχύει απόλυτα όχι μόνον για τα ημερολογιακά κείμενα του, αλλά εξίσου για τη ζωγραφική και για την ποίηση του. Ο ίδιος τόνιζε συχνά, ότι το έργο του αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο «όπως οι σελίδες ενός ημερολογίου». Αυτή η αυτό-εξομολόγηση είναι θεμελιακή για την κατανόηση της ζωγραφικής του, αλλά και της γραφής του. Ο Rolf Stenersen σε μια από τις πρώτες συστηματικές μελέτες για το έργου του, τον περιγράφει ως την «ποιητική ιδιοφυΐα του Βορρά», ενώ ο Christian Krohg, ένας Νορβηγός ζωγράφος του προηγούμενου αιώνα, τον χαρακτηρίζει ως έναν από τους μεγάλους ποιητές της Νορβηγίας, και ο J. P. Hodin ένας από τους πιο έγκυρους μελετητές του γράφει ότι ο μεγάλος Νορβηγός ζωγράφος, την περίοδο ειδικά του Frieze of life, ήρθε επικίνδυνα πολύ κοντά στην τέχνη της λογοτεχνίας.
Παιδί ακόμη ο Munch θα γνωρίσει την ποίηση του Edgar Allan Poe, ο οποίος θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του ιδιοσυγκρασίας, όπως σημειώνει ο ίδιος στο Ημερολόγιο. O Munch ξεκίνησε να γράφει το ημερολόγιο του ύστερα από παρότρυνση του Hans Jaeger• ενός Νορβηγού στοχαστή που δίδασκε ότι «το πάθος για καταστροφή είναι παράλληλα και ένα δημιουργικό πάθος». Θα πρέπει «να γράφεις τη ζωή σου», τον παρακινούσε ο Jaeger, και εννοούσε ότι θα έπρεπε ν’ αποτυπώνει και να εξερευνά την συναισθηματική και ψυχολογική του κατάσταση. Από τα πρώτα του έργα μέχρι και τα πιο ώριμα υπάρχει αυτή η αντιστοιχία του «ημερολογίου της ψυχής», όπως ίδιος αποκαλούσε το ημερολόγιο του, με τη ζωγραφική του. Όπως λ.χ στην περίπτωση της Κραυγής, η οποία ξεκίνησε ως μια σημείωση της μακάβριας και τρομερής αίσθησης που ένιωσε στην συγκεκριμένη στιγμή στο Ημερολόγιο, ακολούθως έγινε ένα ποίημα και εν τέλει η περίφημη Κραυγή.
Για την Κραυγή γράφει στο ημερολόγιο: «.. ένα βράδυ καθώς περπατούσα κατά μήκος ενός δρόμου, και η πόλη ήταν από την μια πλευρά και τα φιόρδ από κάτω, ένιωσα εξαντλημένος… σταμάτησα και κοίταξα έξω πάνω από τα φιόρδ, ο ήλιος βρισκόταν στη δύση, και τα σύννεφα άρχισαν να παίρνουν ένα χρώμα κόκκινο σαν αίμα. Ένιωσα μια κραυγή να διέρχεται από τη φύση• μου φάνηκε ότι ένιωσα την κραυγή. Ζωγράφισα αυτήν την εικόνα, ζωγράφισα τα σύννεφα σαν πραγματικό αίμα. Το χρώμα πήρε τον διαπεραστικό ήχο της κραυγής.» Έτσι προέκυψε η Κραυγή του Frieze of life, αυτής της υπαρξιακής εικόνας για την οποία έχουν γίνει κατά καιρούς συγκρίσεις, περισσότερο διακειμενικές παρά εικαστικές. Είτε με την Έννοια της αγωνίας τους Soren Kierkegaard είτε με τις ανθρώπινες κραυγές που βγαίνουν μέσα από τα έργα συγγραφέων όπως ο F. Kafka.
Η Κραυγή [ το ποίημα ] «Περπατούσα κατά μήκος ενός δρόμου με δυο φίλους. Ο ήλιος έδυε. Ένιωσα ένα βαρύ μελαγχολικό αναστεναγμό. Ξαφνικά ο ουρανός έγινε κόκκινος σαν αίμα. Σταμάτησα και ακούμπησα στο φράκτη, σαν νεκρός από την κούραση κοιτάζοντας προς τα φλεγόμενα σύννεφα που κρέμονταν σαν αίμα και σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από το βαθύ μπλε φιόρδ, πάνω από την πόλη. Οι φίλοι μου προχώρησαν – Στάθηκα εκεί τρέμοντας από το άγχος και ένιωσα μια τρομερή, ασύλληπτη κραυγή να διαπερνά την φύση..» [ – μ.τ.φ. δική μου]
Σχεδόν η ίδια δημιουργική πορεία ακολουθείται και σε μια σειρά από άλλα έργα, όπως στην περίπτωση του ποιήματος «Το Άλφα και το Ωμέγα», ένα ποίημα που έγραψε ο Munch κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του σε ψυχιατρική κλινική στην Κοπεγχάγη [1908-1909], έπειτα από κρίση έντονου άγχους, σοβαρής αγοραφοβίας και έντονου συνδρόμου μανίας καταδιώξεως. Το ποίημα αντανακλά την ψυχική αναταραχή από την οποία υπέφερε ο καλλιτέχνης την περίοδο αυτή και περιγράφει τη σχέση ενός άνδρα, του Άλφα, και μίας γυναίκας, της Ωμέγα, οι οποίοι ζουν σ’ ένα ερημικό νησί. Ο Άλφα χάνει την Ωμέγα η οποία ερωτεύεται τα άγρια θηρία, τα φίδια και τα αγριολούλουδα του αγρού. Η Ωμέγα γοητεύεται από τα άγρια θηρία ενδίδοντας στη γοητεία της άγριας φύσης τους. Όταν ο Munch γράφει ότι, δεν τον ενδιαφέρει να αποτυπώσει τα τοπία της φύσης αλλά αυτά της ψυχής, «όπως ο Leonardo μελετούσε τις διάφορες λειτουργίες του ανθρωπίνου σώματος, έτσι κι εγώ με την συνεχή ενδοσκόπηση επιδιώκω να διακρίνω το τι είναι καθολικό στον ανθρώπινο ψυχισμό», ανακαλεί τη στροφή του ρομαντικού ποιητή προς τα ενδότερα της υπάρξεως του, για να εκφράσει ακριβώς αυτά τα βαθιά συναισθήματα και όχι για να περιγράψει οτιδήποτε. Θυμίζω το περίφημο σχήμα που χρησιμοποιεί ο M.H. Abrams στο locus classicus έργο του για τον ρομαντισμό, The mirror and the lamb, όπου ακριβώς ορίζει τη ρομαντική τέχνη και ποιητική ως τη λάμπα που εκπέμπει [συναισθήματα] και δεν καθρεφτίζει αντικείμενα. Βεβαίως ο εξπρεσιονισμός είναι ο μεγάλος επίγονος του ρομαντισμού στην ζωγραφική.
«Το ημερολόγιο της ψυχής» αφηγείται την ενστικτώδη αντίδραση του καλλιτέχνη απέναντι στα διάφορα συμβάντα της καθημερινής του ζωής, ενώ συχνά εκδηλώνεται στις σελίδες του μια πηγαία λυρικότητα στα πρότυπα της ρομαντικής αντίληψης της ποιήσεως, δηλ. της αυθόρμητης έκφρασης των ισχυρών συναισθημάτων που κατακλύζουν την ψυχή. «Η τέχνη μου», γράφει ο Munch, «είναι μια αυτο-εξομολόγηση. Διαμέσου της προσπαθώ να καθορίσω τη σχέση μου με τον κόσμο. Αυτό θα μπορούσε να εκληφθεί ως κάτι πολύ εγωιστικό. Ωστόσο, πάντοτε πίστευα και ένιωθα ότι η τέχνη μου ίσως να ήταν δυνατό να αποβεί καθοριστική στην αναζήτηση και από άλλους της Αλήθειας.» Οι καλλιτεχνικές πεποιθήσεις του Munch δεν ήταν ανεξάρτητες από την εποχή του. και κυρίως τον κυρίαρχο νιτσεϊσμό. Ο Νίτσε στο έργο του Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα γράφει ότι πίσω από κάθε φυσικό φαινόμενο, ενυπάρχει μια «ιδέα» σαν ένα αρχέγονο επαναλαμβανόμενο αρχέτυπο. Όπως γράφει ο ίδιος ο Munch, η ενδοσκόπηση είναι απαραίτητη για τον καλλιτέχνη γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορεί να φτάσει στην θέαση της αλήθειας, η οποία βρίσκεται πέραν της αντικειμενικής πραγματικότητας. Ο Μunch, όμως, στον αντίποδα του Leonardo, ήθελε η ζωγραφική του να αντικατοπτρίζει τον ψυχικό του κόσμο παρά τον πραγματικό, και την αντιλαμβανόταν ως μια συνεχή και ανολοκλήρωτη ημερολογιακή εξομολόγηση• ως μια προέκταση της υπαρξιακής του κατάστασης. Τα λόγια λ.χ. που χρησιμοποιεί στο ημερολόγιο του για να περιγράψει την γέννηση μερικών από τα πιο σημαντικά του έργα, όπως λ.χ. Το άρρωστο παιδί, της Κραυγής ή της Μελαγχολίας, είναι το ίδιο συνταρακτικά με την εικαστική τους αναπαράσταση (ημερολόγια, π.ρ.φ 34).
Η ελλειπτική γλώσσα, οι λεκτικές παύσεις, επαναδιατυπώνουν με λόγια τη συνταρακτική αίσθηση των έργων αυτών. Όπως και στη ζωγραφική του, έτσι και στο ημερολόγιό του ο αναγνώστης διαπιστώνει το βασικότερο ζήτημα που απασχόλησε τον καλλιτέχνη καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του: την αναζήτηση του νοήματος της ζωής και του θανάτου. Ο γραπτός του λόγος όπως και ο εικαστικός, διακρίνεται από το ποιητικό βάθος, τη βαθιά στοχαστικότητα και τη λυρική διάθεση. Δεν είναι τυχαίο που στις γραμμές του ημερολογίου γράφει ότι ίσως θα ήταν καλύτερα αν γινόταν ποιητής παρά ζωγράφος. Στις σελίδες του, όπως και στη ζωγραφική του, επεδίωκε την ανόθευτη μετουσίωση της πνευματικής και συναισθηματικής του κατάστασης σε γραπτό κείμενο, καθώς και της αγωνιώδους αναζήτησης της αυθεντικής καλλιτεχνικής έκφρασης. «Ας σταματήσουμε να ζωγραφίζουμε ανθρώπους που διαβάζουν και γυναίκες που πλέκουν: θα πρέπει να ζωγραφίζουμε ζωντανούς ανθρώπους• που αναπνέουν και αισθάνονται, που υποφέρουν και αγαπούν…»
[Πρώτη δημοσίευση.]