Ο μηδενισμός, ο υπαρξισμός και η πίστη συνυπάρχουν εξίσου στον Ντοστογιέφσκι. Είναι ένα παράξενο ανακάτεμα (και πολύ ανθρώπινο μ’ έναν βαθύ τρόπο, θα ʼλεγα) κι ό,τι κάνει τον Ντοστογιέφσκι να είναι εντέλει μοναδικός –τα βιβλία του να αποτελούν στην ιστορία της λογοτεχνίας ένα σώμα ξεχωριστό, που ʼχει δεχτεί επιρροές κι έχει ασκήσει ακόμα περισσότερες, αλλά χωρίς να έχει στην πραγματικότητα άλλο όμοιό του. Διάβασα πρόσφατα τον Έφηβο και, πιο πρόσφατα ακόμη, το Όχι πια άνθρωπος ή Δεν ήμουν πια άνθρωπος του Οσάμου Νταζάι (παρακάτω εξηγώ γιατί οι δύο τίτλοι). Ο Αρκάντι Ντολγκορούκι στον Ντοστογιέφσκι, ο Γιόζο στον Νταζάι είναι δυο νέοι σε εξέγερση, που νιώθουν μ’ έναν τρόπο απόκληροι, παρίες κι έρχονται σε σύγκρουση με την κοινωνία που τους περιβάλλει και τους είναι κατ’ ουσίαν ξένη. Θα μπορούσε κιόλας να πει κάποιος πως ο Νταζάι είναι «ντοστογιεφσκικός» –ο τρόπος που ο Γιόζο αφήνεται σε κάθε λογής κραιπάλη και έκλυση: γυναίκες, ποτό, μορφίνη, αυτοκαταστρεφόμενος και καταστρέφοντας τους άλλους.
Δεν είναι ο Νταζάι ντοστογιεφσκικός.
Διάβασα τον Έφηβο στην πρόσφατη θαυμάσια έκδοση της Άγρας, στη μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου, που ʼναι όμορφη και με παραδρομές διάσπαρτες εδώ κι εκεί (όπως όλες της οι μεταφράσεις που ʼχω διαβάσει έως τώρα: τα μεγάλα έργα του Ντοστογιέφσκι, η Κολιμά του Σαλάμοφ). Προτιμώ να διαβάζω Ντοστογιέφσκι στις μεταφράσεις της Μπακοπούλου, το τραμπάλισμα που ʼχει η γλώσσα της νιώθω πως έρχεται γάντι στις ιστορίες του, περισσότερο ίσως από την (γλωσσικά ορθότερη, μπορεί) αυστηρότητα αυτών του Αλεξάνδρου. Διαβάζοντας τον Ντοστογιέφσκι της Ελένης Μπακοπούλου νιώθω μια πληρότητα στην έλλειψη και μια βαθύτερη ορθότητα στην παραδρομή· ο συγγραφέας έχει μ’ άλλα λόγια ταυτιστεί, για μένα, με τη γλώσσα της μεταφράστριάς του.
Για το βιβλίο του Νταζάι έτυχε να ʼχω στα χέρια μου δύο πρόσφατες μεταφράσεις (εξού και οι δύο τίτλοι): του Στέλιου Παπαλεξανδρόπουλου από τα ιαπωνικά, εκδόσεις Gutenberg, και της Έφης Τσιρώνης από τ’ αγγλικά, εκδόσεις Διόπτρα. Καθώς το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε τέσσερις «ημερολογιακές» καταχωρήσεις, τις διάβασα εκ περιτροπής από τη μία μετάφραση κι από την άλλην, αυξάνοντας έτσι την αίσθηση της αποξένωσης, του ανοίκειου, που ούτως ή άλλως αποπνέει το κείμενο.
Είπα πρωτύτερα πως θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Νταζάι είναι «ντοστογιεφσκικός» κι έπειτα ότι δεν είναι. Οι ιστορίες του Ντοστογιέφσκι, με τον υπαρξισμό τους και τον μηδενισμό τους, είναι σαν κλειστό δωμάτιο. Έτσι κι αλλιώς είναι «έργα δωματίου», πολύ κοντά στο θέατρο με τους «αφύσικους» επεξηγηματικούς κι αναλυτικούς μονολόγους του. Έργα, όπου με λόγια αναπληρώνεται η απουσία εξωτερικής δράσης, γεμάτα θεατρικές συμπτώσεις, αιφνίδιες συνευρέσεις όλων των προσώπων σ’ έναν χώρο, ώστε να πάει έτσι παραπέρα η πλοκή, κ.ο.κ., και με ελάχιστες περιγραφές εξωτερικών σκηνών, παρά μόνο σαν «γέφυρες» στην εξέλιξη της πλοκής, που είναι ξεκάθαρα λεκτική, με τις πράξεις, από αυτοκτονίες έως δολοφονίες ή κλοπές ή ό,τι άλλο, να έρχονται περισσότερο σαν κορυφώσεις του λόγου παρά ως απόρροια προηγουμένων πράξεων, φτιάχνοντας έτσι δράση χωρίς δράση – ή με μια δράση εσωτερική, που συμβαίνει καταρχάς και καταρχήν μέσα στα πρόσωπα και κατόπιν, και παρεμπιπτόντως, εξωτερικεύεται.
Όμως σε τούτο το δωμάτιο που οι τοίχοι του είναι ο υπαρξισμός κι ο μηδενισμός, υπάρχει πάντα ανοιχτό ένα παράθυρο, αυτό της πίστης. Η μυθοπλασία του Ντοστογιέφσκι είναι ανοιχτή. Τελειώνοντας ένα βιβλίο του, τελειώνοντας τον Έφηβο, διασώζεται ο άνθρωπος γιατί, μέσ’ από το δαίδαλο των λοξοδρομισμάτων της πλοκής, έχει διασωθεί εντέλει η πίστη στον άνθρωπο.
Από τη μυθοπλασία του Νταζάι λείπει αυτή η πίστη. Είναι ένα πνιγερό, ασφυχτικό δωμάτιο με τοίχους μονάχα, χωρίς καν ένα φεγγίτη.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Paul Klee. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]