Απόψε σε ονειρεύτηκα. Ήμουν πρωί, οι πλαγιές μου άστραφταν, τα μάτια σου κυλούσαν πάνω μου με κρότο. Φορούσα χρόνια καλοκαιρινά και εννιά η ώρα που νυχτώνει σου είπα τ’ όνομά μου. Μάρθα. Γεννήθηκα μια Τρίτη των αγρών, δεν έπαψα ποτέ να σε λατρεύω. Τόσα χρόνια πέρασαν, δε φάνηκες και σε περίμενα. Φόρεσα στολίδια, άλλαξα προσόψεις, μιλούσα και γλώσσες πολλές, κεντημένες οι περισσότερες, στο στήθος. Και ήρθες, από τη Μαύρη Θάλασσα, για το δικό μας στόμα. Με τα πολλά σου δάχτυλα με τις εξήντα σφαίρες. Και έπλυνες τα πόδια μου και τις ζωές μου όλες, γάζωσες συνήθειες, κλειδαριές κι αν δεν ξυπνούσα, ποιος ξέρει σε τι υπόγεια θα ‘χες κατεβεί, εσύ, ο νούμερο ένα Τριστάνος των ονείρων. Τώρα δένω το δεξί σου πόδι στο κάγκελο του κρεβατιού. Έως Δευτέρας Παρουσίας.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Felice Casorati. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]