Την Κυριακή που ξεχνούσα
κατέβηκα απ’ τη δική του πλευρά του κρεβατιού
Οι παντόφλες του ήταν άφαντες
ενόσω οι δικές μου πετούσαν μεθυσμένες
πέφτοντας απ’ τον έναν τοίχο στον άλλον
Περπάτησα ξυπόλητη
Τα πόδια μου ζωγράφιζαν γυμνά ερωτηματικά στο παρκέ
Κι ύστερα στα πλακάκια
Στριφογυρνούσα χαμένη στο δάσος των επίπλων
Πώς ξεκάλτσωτη να φτάσω σε απαντήσεις
Οι οικιακές συσκευές γουργούριζαν ξεδιάντροπα
Δεν είχα ανάμιξη με τα ξεφωνητά τους
Ο τελευταίος καφές που είχα πιει ήταν σε μιαν άλλη ζωή
Τα μάτια της κουζίνας χλεύαζαν κατάμουτρα τη σιωπή μου
κι οι κατσαρόλες χοροπηδούσαν πάνω τους
κοχλάζοντας άγνωστα περιεχόμενα στα φονικά νερά τους
Ο καναπές μεταμοντέρνος σάτυρος φλέξαρε το κορμί του
επιδειξίας αποφασισμένος δίχως έλεος να με καταπιεί
Τοίχοι χωρίς καρφιά, φωτογραφίες, πίνακες
κενοί από διαβατήρια σε εκδοχές κι άλλα ταξίδια
Και βλοσυρά παράθυρα με σκούρα τζάμια
Ούτε μια πιθαμή φιλόξενη στην αγωνία μου
Ούτε μια τσίχλα μασημένη σε πιατάκι
Ένα άνθος να σφυρίζει τη φθορά μέσα στο βάζο
Ή ένα βιβλίο τσαλακωμένο στο τραπέζι
Σαν να ’λειπαν τόσες σελίδες της ζωής μου
όσες είχανε νόημα για τη συνέχεια
Την Κυριακή που ξεχνούσα
Έσβησα όλα τα φώτα
που τρεμόπαιζαν μες το μυαλό μου
Όλες τις φωνές χαράς και θλίψης
που πάσχιζαν να ακουστούν στη μνήμη
Μέχρι που όλα χάθηκαν
Έμειναν καπνού μαύρες τουλίπες
Εγώ όρθια στην ερημιά μου
απέναντι απ’ το παράθυρο
Και τι να πω με τις βαριές κουρτίνες;
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Kevin Lim. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]