VIII.
Αντώνιος Κουτούζης λέγομαι. Είμαι απ’ τη Λαμία. Έχω, απ’ τον πατέρα μου, το σιδεράδικο στην είσοδο της πόλης. Και αυτός, από τον γέρο του το κληρονόμησε. Το σίδερο εί’ η μοίρα μας. Ξέρω γράμματα αρκετά. Τέλειωσα το δημοτικό. Τα’ παιρνα, μα δεν μ’ άρεσαν. Μου άρεσε πάντα η φωτιά, το πυρωμένο σίδερο. Τ’ αμόνι μου είναι εκατό κιλά, δεν ήταν όμως αρκετό. Πήγα εθελοντής στο μέτωπο. Έφτασα στο Εσκί σεχήρ. Βίασα, σκότωσα, έκαψα πατρογονικά, πυρπόλησα του αίματος γραμμές. Όταν οι Τούρκοι έσπασαν το μέτωπο, κατά την υποχώρηση, μ’ έπιασε λύσσα, ξεθεμέλιωνα ολημερίς κι ολονυχτίς. Στο Εϋρέτ και το Ουλουτζάκ με νιώσανε τα χώματα, με ξόρκιζαν οι μήτρες. Ήμουν με τον Τρικούπη, δειλά θρασίμια κρύβονταν, ποθούσανε τη θάλασσα. Πέντε ημέρες πολεμούσα σέρνοντας αίμα και φωτιά, στο τέλος τραυματίστηκα. Μ’ άφησαν στην κοιλάδα του Αλή Βεράν, με σφάξανε οι Τούρκοι. Δεν μετανιώνω, όμως. Χρόνια μετά, θα καίω το Χαλέπι και τη Βυρηττό. Θα φτάσω στην Παλμύρα. Κανείς δεν θα με σταματήσει. Ούτε ο Ευφράτης, μα και κανένας ποταμός.
Η αναζωπύρωσή μου στους αιώνες είναι η μοίρα μου.
Και η δικιά σας.
XI.
Παρασκευή ξημέρωμα ήταν, όταν με σύρανε μαζί με άλλους απ’ τη γειτονιά, στην εκκλησία της Οσίας Ξένης. Επέστρεφα απ’ την Τρούμπα, στο σκοτεινό Φλιπ μπαρ κατέθεσα το βδομαδιάτικο. Ξεζουμισμένες ήταν, όμως εγώ τις έβλεπα νεράιδες. Ημουν στα δεκαπέντε, βλέπετε. Φορούσα τα καλά μου. Μας βάλανε να γονατίσουμε. Εγώ σκεφτόμουν το καλοσιδερωμένο παντελόνι με την τσάκιση που λερωνόταν και τα βυζιά της Βούλας, μιας σαραντάρας Κρητικιάς που με ξεπέταξε. Το σπίτι μου στην Κιλικίας 4, τρία στενά πιο κάτω. Γερμανοί, “setz dich hin” και Ελληνες φίλοι τους, παντού. Ο ήλιος σηκωνότανε. Εφερναν κι άλλους, γείτονες, συγγενείς. Ο ήλιος έκαιγε πια, διψούσα. Φωνές από παντού. Φωνές σαν πυρωμένο σίδερο. Το μεσημέρι αποχαυνωτικό μού έφερε δάκρυα στα μάτια. Και ξαφνικά τίποτα δεν ακούγεται. Αίσθηση ακινησίας. Ενα κάθετο φως πήζει τους ήχους, στερεοποιεί όλα τα περιγράμματα· και την αχλή του Αυγούστου. Βλέπω απέναντι τη μάνα να μου γνέφει σε κίνηση αργή, με άηχο ανοιγμένο στόμα. Σκέφτομαι το παντελόνι που σιδέρωσε. Το κοντομάνικο άσπρο πουκαμισάκι. Σκέφτομαι πως τη γιορτάσαμε προχθές. Ξαπλώνω με ένα πόνο ξαφνικό στο στήθος. Η πόλη είναι επίπεδη. Μόλις που το παρατηρώ. Λιγάκι να ξεκουραστώ, θα τρέξω σπίτι να τινάξω τα χώματα απ’ τα καλά μου ρούχα. Να μην τα δει η μάνα.
Μετά θα σας τα ιστορήσω όλα. Για τους κουκουλοφόρους, τον μεθυσμένο δήμιο που έπινε και σκότωνε, το αίμα μας που έπηζε πορφυρό μέσα στις μύγες και, βέβαια, για τη Βούλα.
Έννοια σας. Μόλις ξεκουραστώ, θα αφηγούμαι αιώνες.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Glen Mckenna. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]