ΑΜΥΓΔΑΛΑ ΣΙΩΠΗΛΑ
Η πόλη ανοίγει τα μάτια της
από πάνω της κρέμεται ένα φωτεινό πορτοκάλι
μια γυναίκα κεντάει με άσπρη κλωστή το σκοτάδι,
η νύχτα αλλάζει τη γλώσσα της
οι ραφές της ξηλώνονται
από μέσα της ξεχειλίζουν καταρρακτώδη αγγίγματα
άλογα αδημονούν
δοκιμάζουν τα πίσω τους πόδια στο χώμα
ένα μπαλόνι πετάει ψηλά
το αφήνει στον άνεμο το χέρι αθώου τρελού.
Είναι πρωί,
η γυναίκα τώρα φοράει ένα κατακόκκινο γόνατο
που το μάτωσε χρόνια πριν στην αλάνα,
στην καρδιά της αμύγδαλα σιωπηλά
μύρτιλα αναμμένα.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Paul Wackers. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]