frear

Αποδομώντας τον Ζακί – του Τζον Γκρέι

Μετάφραση: Θοδωρής Σταμάτης

Σε μια συνέντευξή του στον Guardian το 2017, ο διάσημος ορθολογιστής Ντάνιελ Ντένετ αποφάνθηκε: «Θεωρώ πως αυτό που έκαναν οι μεταμοντερνιστές ήταν όντως διαβολικό. Ευθύνονται για τη διανοητική μανία που ανήγαγε τον κυνισμό απέναντι στην αλήθεια και τα γεγονότα σε συμπεριφορά άξια σεβασμού». Εάν ο Ζακ Ντερριντά, ο οποίος πέθανε το 2004 όντας ο πασίγνωστος γενάρχης αυτού που συνήθως περιγράφεται ως μεταμοντερνισμός, άκουγε μετά θάνατον το ανάθεμα του Ντένετ, το φάντασμά του θα είχε χαμογελάσει.

Το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα των ευαγγελικών ορθολογιστών είναι η δαιμονολογική φρασεολογία της φονταμενταλιστικής θρησκείας. Τι μπορεί όμως να σημαίνει «απόλυτο κακό» για όσους διατείνονται πως έχουν εξορκίσει όλα τα ίχνη του υπερφυσικού από τη σκέψη τους; Στην ίδια συνέντευξη, ο Ντένετ περιγράφει τον εαυτό του, χωρίς ίχνος ειρωνείας προφανώς, ως «έναν αιωνίως αισιόδοξο άνθρωπο». Με ποιον μαγικό τρόπο άραγε φαντάζεται πως είναι δυνατόν η ανόθευτη κακία να εξοστρακιστεί από τον κόσμο; Τέτοιου είδους εχθροί του μεταμοντερνισμού εκλιπαρούν να αποδομηθούν κάθε φορά που ανοίγουν το στόμα τους.

Το έγκλημα του Ντερριντά, ο οποίος κατηγορήθηκε πως εχθρευόταν την αλήθεια, ήταν ότι περιέγραψε την αληθινή φύση του σύγχρονου ανθρωπισμού ως ένα συνονθύλευμα λησμονημένης θρησκείας και μεταφυσικής. Η ατυχία του ήταν ότι δημιούργησε ένα μαζικό κίνημα διανοουμένων, για το οποίο η αποδόμηση συνιστούσε μια επίθεση στις παραδοσιακές αξίες του δυτικού πολιτισμού. Όπως δείχνει ο Πίτερ Σάλμον σε αυτήν τη σχολαστική και διαφωτιστική βιογραφία [1], η μεικτή καταγωγή του Ντερριντά ως πιε-νουάρ και Σεφαραδίτη Εβραίου τον οδήγησε πιο πολύ να εξερευνήσει τις πολιτισμικές παραδόσεις των οποίων υπήρξε κληρονόμος παρά να τις απορρίψει. Σεβόταν και αγαπούσε τα κλασικά, ταλμουδικά και σύγχρονα κείμενα που μελετούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Σε αντίθεση με τη διαδεδομένη άποψη, η σκέψη του Ντερριντά δεν είναι δυσνόητη. Παρ’ όλα αυτά η γραφή του ενδεχομένως μοιάζει αινιγματική, και η διαυγής ανάλυση του Σάλμον αποδεικνύεται απαραίτητη σε οποιονδήποτε επιθυμεί να κατανοήσει τις κομβικές έννοιες του Ντερριντά. (Το Ντερριντά: μια βιογραφία [2] του Μπενουά Πίτερς που εκδόθηκε το 2010 παραμένει ένας πολύτιμος οδηγός για τη ζωή του φιλοσόφου.) Όταν υπερασπίζεται τον Ντερριντά ενάντια στους επικριτές του, το βιβλίο του Σάλμον θριαμβεύει. Είναι λιγότερο επιτυχημένο όταν υπερασπίζεται τον Ντερριντά ενάντια στους οπαδούς του.

Γεννημένος σε ένα προάστιο του Αλγερίου το 1930, ο Ντερριντά μεγάλωσε εν μέσω των συγκρούσεων που συνόδευαν ό,τι περιέγραφε ως «Ιουδαιο-γαλλο-μαγκρεμπινή καταγωγή» του. Το 1940, η κυβέρνηση του Βισύ στέρησε από τους Εβραίους της Αλγερίας τη γαλλική υπηκοότητα. Ένα χρόνο αργότερα επιβλήθηκαν περιορισμοί ως προς την εισαγωγή Εβραίων στα σχολεία, και ο Ντερριντά –ο Ζακί, όπως αποκαλούσε τον εαυτό του τότε– αποβλήθηκε. Τον Νοέμβριο του 1942, όταν οι Σύμμαχοι έφτασαν στη Βόρεια Αφρική, μπόρεσε να συνεχίσει την εκπαίδευσή του, και συμμετείχε σε μια εξωσχολική λέσχη φιλοσοφίας. Το 1949 έφυγε για το Παρίσι, όπου εισήχθη στην École Normale Supérieure, η οποία έγινε το σπίτι του για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Παρ’ όλο που ποτέ δεν ένιωσε άνετα με το πανεπιστημιακό σύστημα, ο Ντερριντά έζησε και πέθανε ως καθηγητής πανεπιστημίου. Η ζωή του, ωστόσο, υπήρξε πολύ πιο περιπετειώδης από αυτή των περισσότερων καθηγητών.

Στις 7:00 το πρωί της 16ης Νοεμβρίου 1980, ο για πολλά χρόνια συνάδελφος του Ντερριντά, μαρξιστής φιλόσοφος Λουί Αλτουσέρ, εμφανίστηκε στο σπίτι του γιατρού της πανεπιστημιούπολης δηλώνοντας πως σκότωσε τη σύζυγό του, Ελέν. Πηγαίνοντας αμέσως στο διαμέρισμα του Αλτουσέρ, ο γιατρός βρήκε την Ελέν νεκρή στην κρεβατοκάμαρα. Αφού ειδοποίησε την αστυνομία, καθώς και μια ψυχιατρική κλινική στην οποία ο Αλτουσέρ νοσηλευόταν λίγες μέρες νωρίτερα, ο γιατρός παρέδωσε τον φιλόσοφο στις αρχές. Η νεκροτομή που πραγματοποιήθηκε λίγες μέρες μετά έδειξε ότι η τραχεία της Ελέν είχε σπάσει, υποθέτοντας πως ο θάνατός της προήλθε από στραγγαλισμό. Μια επιτροπή ψυχιάτρων έκρινε πως ο Αλτουσέρ ήταν ανίκανος να παραπεμφθεί σε δίκη, με αποτέλεσμα να μην του καταλογιστεί ποτέ κάποιο ποινικό αδίκημα. Αφού νοσηλεύτηκε σε διάφορες κλινικές, μία από τις οποίες επελέγη από τον ίδιο τον Ντερριντά, του επιτράπηκε να ζει στο βόρειο τμήμα του Παρισιού, όπου τον έβλεπαν να περπατά στους δρόμους και να φωνάζει «Είμαι ο σπουδαίος Αλτουσέρ!».

Τον Δεκέμβριο του 1981 ο Ντερριντά συνελήφθη στην Πράγα, όπου είχε μεταβεί προκειμένου να πραγματοποιήσει ένα σεμινάριο με ακροατήριο τους εκεί αντιφρονούντες φιλοσόφους. Όταν έφτασε, και πήρε το μετρό της πόλης, ήξερε ότι κάποιος τον παρακολουθούσε. Αφού επισκέφθηκε τον τάφο του Κάφκα κι έδωσε το σεμινάριο με θέμα τον Καρτέσιο και τη γλώσσα –μια ομιλία που οδήγησε έναν ακροατή να ρωτήσει «Σε τι χρησιμεύει όλο αυτό;»– αποφάσισε να επιστρέψει στο Παρίσι. Τον σταμάτησαν στο αεροδρόμιο, τον οδήγησαν σ’ ένα διπλανό δωμάτιο, όπου του ανακοινώθηκε ότι παραμένει σε προσωρινή κράτηση με την κατηγορία της λαθραίας εισαγωγής ναρκωτικών. Η είδηση της σύλληψής του έφτασε στο Παρίσι διαμέσου ενός συγγενή της γεννημένης στην Τσεχία συζύγου του Ντερριντά, Μαργκερίτ. Έγινε διάβημα από τον Πρόεδρο Μιτεράν στον Τσέχο πρέσβη, και ο Ντερριντά απελευθερώθηκε το απόγευμα της επόμενης μέρας.

Το 1983 πληροφορήθηκε τον θάνατο του στενού του φίλου, θεωρητικού του πολιτισμού Πωλ ντε Μαν, με τον οποίο γνωρίζονταν από το 1966. Οι δυο τους μιλούσαν σχεδόν καθημερινά στο τηλέφωνο αφότου ο ντε Μαν διεγνώσθη με καρκίνο. Βάζοντας στην άκρη οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση είχε, ο Ντερριντά ταξίδεψε στο Γέιλ προκειμένου να εκφωνήσει έναν επικήδειο λόγο για τον ντε Μαν και το έργο του. Το 1986 εξέδωσε έναν στοχασμό πάνω στη μνήμη, τον οποίο τιτλοφόρησε Αναμνήσεις: για τον Πωλ ντε Μαν. Έναν χρόνο μετά, το παρελθόν που είχε προσδώσει στον φίλο του αποδομήθηκε βίαια όταν ήρθαν στο φως στοιχεία για το διάστημα στο οποίο ο ντε Μαν υπήρξε προπαγανδιστής των Ναζί, γράφοντας κατά την περίοδο 1940-1942 αντισημιτικά άρθρα σε μια βελγική εφημερίδα. Μετά την απόλυσή του, προσπάθησε να εκδώσει ένα φιλοναζιστικό καλλιτεχνικό περιοδικό. Μόλις τέλειωσε ο πόλεμος, ο ντε Μαν, που στο μεταξύ είχε διαφύγει στη Λατινική Αμερική, καταδικάστηκε ερήμην σε φυλάκιση πέντε ετών. Εγκαταστάθηκε στην Αμερική κι έγινε δεκτός στο Χάρβαρντ βάσει μιας ανύπαρκτης μεταπτυχιακής εργασίας και μιας «ανολοκλήρωτης» διδακτορικής διατριβής. Αφού κατόρθωσε να εισέλθει στο Γέιλ, η ακαδημαϊκή του πορεία υπήρξε ακάθεκτη.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Ντερριντά αντέδρασε δημόσια απέναντι στα εν λόγω γεγονότα δεν διέφερε από εκείνον οποιουδήποτε άλλου Γάλλου ακαδημαϊκού της γενιάς του. Συντάχθηκε αμέσως με τους υπόλοιπους διανοούμενους που θεωρούσαν πως ο Αλτουσέρ έπρεπε να αποφύγει κάθε ποινική δίωξη. Αντιλαμβανόταν την υποστήριξη που του παρείχε ως έκφραση μιας ηθικής της φιλίας, ενώ παρέλειπε να αναρωτηθεί με ποιον τρόπο άραγε ο θανάσιμος στραγγαλισμός μιας γυναίκας μπορούσε να είναι συμβατός με αυτή την ηθική.

Σύμφωνα με τον Σάλμον, η σύλληψή του στην Πράγα υπήρξε «μία από τις πιο τραυματικές εμπειρίες που βίωσε ο Ντερριντά στην ενήλικη ζωή του, ίσως η πλέον τραυματική». Ωστόσο, λόγω της προστασίας που του παρείχε η φήμη του, ο Ντερριντά σε καμία περίπτωση δεν αντιμετώπιζε κάποιο σοβαρό κίνδυνο. Ήταν η πραγματικότητα του ολοκληρωτισμού που απέβη τραυματική. Παρ’ όλες τις εμπειρίες που είχε ως παιδί, όπως οι περισσότεροι φιλόσοφοι της Δύσης θεώρησε τις ελευθερίες της φιλελεύθερης κοινωνίας δεδομένες.

Η αντίδρασή του όταν ανακάλυψε το παρελθόν του ντε Μαν ήταν να αναρωτηθεί κατά πόσο είχε κάποιος το δικαίωμα να καταδικάσει έναν άνθρωπο που υπέστη την «αβάσταχτη δυσαρμονία» να βρεθεί «μεταξύ δύο κόσμων». Σε αυτή την περίπτωση, επίσης, ο Ντερριντά συντάχθηκε με την πλειονότητα της διανόησης η οποία αρνήθηκε να καταδικάσει την αποκρουστική συμπεριφορά μίας από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της.

Εκεί που ο Ντερριντά ωστόσο διέφερε από τους συναδέλφους του ήταν στο ότι ο ίδιος διατηρούσε αμφιβολίες για την ειλικρίνειά του. Σε όλη τη σταδιοδρομία του φαίνεται πως υπέφερε από ενός είδους σύνδρομο του απατεώνα. Όπως γράφει ο Σάλμον: «Ο αγωνιώδης φόβος του Ντερριντά, πως όσοι τον θεωρούσαν τσαρλατάνο είχαν δίκιο, ποτέ δεν τον εγκατέλειψε». Στην Περιτομολόγηση [3], ένα αυτοβιογραφικό κείμενο που εκδόθηκε το 1991, έγραψε: «Είτε με έδιωχναν από το σχολείο είτε με πετούσαν στη φυλακή, πάντα πίστευα πως ο άλλος θα πρέπει να είχε σημαντικούς λόγους για να με κατηγορήσει».

Σε επιστολή τους προς τους Times τον Μάιο του 1992, δεκαοκτώ φιλόσοφοι αποδοκίμασαν την πρόταση του Κέιμπριτζ να απονείμει τιμητικό δίπλωμα στον Ζακ Ντερριντά. «Ο τρόπος που ο Ντερριντά αντιλαμβάνεται τη φιλοσοφία απέχει πολύ από τον δικό μας, εφόσον εισάγει στον ακαδημαϊκό λόγο παιχνίδια και τεχνάσματα παρόμοια με αυτά που μεταχειρίζονται οι ντανταϊστές και οι θιασώτες της συγκεκριμένης ποίησης.» Σε μια μεταγενέστερη συνέντευξη, ο Ντερριντά αναγνώρισε «τη βία που περιέχουν αυτές οι διακηρύξεις», αφήνοντας υπόνοιες για τον αντίκτυπο που είχαν στον ίδιο. Σε πείσμα αυτών των αιτιάσεων, ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ. Η υπόθεση παρουσιάστηκε στον Independent υπό τον τίτλο «Ο γνωστικός μηδενισμός πλήττει αγγλική πόλη».

Το 1961 ο Ντερριντά συμμετείχε σ’ ένα συνέδριο όπου έλαβαν μέρος κορυφαίες ακαδημαϊκές προσωπικότητες, και στο οποίο συναντήθηκε με εξέχουσες φυσιογνωμίες όπως ο Γερμανός μαρξιστής Ερνστ Μπλοχ ή ο Καθολικός υπαρξιστής Γκαμπριέλ Μαρσέλ. Η ανακοίνωση με θέμα τον θεμελιωτή της φαινομενολογίας Έντμουντ Χούσερλ (1859-1938) που εκφώνησε ο Ντερριντά τον καθιέρωσε ως φιλόσοφο. Επιπλέον, σηματοδότησε την πρώτη δημόσια εμφάνιση του ανθρώπου που θα γινόταν αργότερα. Όπως γράφει ο Σάλμον: «Η ανακοίνωση ήταν σημαντική εξαιτίας της υπογραφής της. Το αγόρι από την Αλγερία δεν συστήνεται πλέον ως Ζακί. Για πρώτη φορά υπογράφει με το όνομα Ζακ Ντερριντά».

Αυτά δεν ήταν τα μόνα ονόματα που είχε. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Ντερριντά συχνά συλλογιζόταν «το μυστικό του όνομα, Ελί [Ηλίας], που του δόθηκε στην περιτομή του […] χωρίς ποτέ να καταγραφεί σε επίσημα έγγραφα». Στον τάφο του, μια απλή μαρμάρινη πλάκα σ’ ένα προάστιο έξω απ’ το Παρίσι όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, υπάρχει το όνομα του παιδιού από την Αλγερία, το μόνο που υπήρχε στο πιστοποιητικό γέννησής του: Ζακί Ντερριντά.

Το πραγματικό σημείο καμπής αποτέλεσε η συμμετοχή του σε ένα άλλο ακαδημαϊκό συνέδριο, αυτή τη φορά στη Βαλτιμόρη, τον Οκτώβριο του 1966. Εδώ ήταν που «ένα συμβάν, ίσως» έλαβε χώρα: γεννήθηκε η αποδόμηση. Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε με σκοπό να προωθήσει το έργο του γλωσσολόγου Φερντινάν ντε Σωσσύρ και του ανθρωπολόγου Κλωντ Λεβί-Στρως. Με διαφορετικό τρόπο ο καθένας τους, αποτέλεσαν έμπνευση για τον δομισμό, ένα ισχυρό ρεύμα σκέψης που απομακρύνθηκε από τις ιδέες της συγγραφικής αυθεντίας και πρόθεσης, για να αναζητήσει το νόημα στο σύστημα των σημείων εντός του οποίου παράγεται το κείμενο. Ενώ ενστερνίζεται τη μετατόπιση από τη συγγραφική αυθεντία, ο Ντερριντά ισχυρίστηκε πως αυτά τα συστήματα περιέχουν αντιθετικά στοιχεία που γεννούν μη αποφασίσιμα ερωτήματα. «Όταν πλέον ο Ντερριντά ολοκλήρωσε την εισήγησή του», γράφει ο Σάλμον, «ολόκληρο το δομιστικό σχέδιο τέθηκε εν αμφιβόλω, αν δεν ήταν ήδη νεκρό».

Η κριτική του Ντερριντά στον δομισμό ολοκληρώθηκε με το Περί γραμματολογίας (1967) [4]. Προσδιόρισε την αποδόμηση ως ένα είδος γενεαλογικής ανάλυσης η οποία διερευνά –όπως το έθεσε σε μια διάλεξη στην Οξφόρδη τριάντα χρόνια αργότερα– «την τροχιά γύρω από την οποία οι έννοιες έχουν οικοδομηθεί, χρησιμοποιηθεί και νομιμοποιηθεί». Όπως σκιαγραφείται στο Περί γραμματολογίας, η αποδόμηση είναι η κριτική ανάλυση θεμελιωδών κατηγοριών της σκέψης, συνήθως δυαδικών και ιεραρχικών, όπου η δεσπόζουσα κατηγορία δείχνει να υπονομεύεται σε άλλα μέρη του λόγου μέσα στα οποία συναντάται το εν λόγω ζεύγος. Τέτοια παραδείγματα είναι: φύση και πολιτισμός, ομιλία και γραφή, παρουσία και απουσία, ανθρώπινο και ζωικό. Δεν υπάρχει τίποτα σταθερό σε αυτές τις εννοιολογικές δομές, οι οποίες είναι σε μεγάλο βαθμό ιστορικά και πολιτισμικά προσδιορισμένες. Ο φαινομενικά αυταπόδεικτος χαρακτήρας τους το μόνο που δείχνει είναι το πόσο καλά αποκρύπτουν την καταγωγή τους.

Το 1973 η Φωνή και το φαινόμενο [5] του Ντερριντά, μια κριτική διερεύνηση της φαινομενολογίας, εκδόθηκε στα αγγλικά. Ο Χούσερλ όρισε τη φαινομενολογία ως την αναστοχαστική μελέτη των φαινομένων της συνείδησης από μια πρωτοπρόσωπη οπτική γωνία. Αυτό ενδεχομένως θα ακουστεί σαν μια φιλοσοφία της υποκειμενικότητας, ωστόσο ο Χούσερλ προσπάθησε να δείξει ότι η λογική και τα μαθηματικά συντίθενται από αναγκαίες αλήθειες που δεν εξαρτώνται επ’ ουδενί από τον ανθρώπινο νου. Ήταν πεπεισμένος πως χωρίς αυτές τις βεβαιότητες η αντικειμενική γνώση είναι αδύνατη. Ο Ντερριντά, παρ’ όλα αυτά, εντόπισε τη ριζική αβεβαιότητα στο ίδιο το πρώτο πρόσωπο. Το ανθρώπινο υποκείμενο δεν είναι δεδομένο, αλλά εγγενώς προβληματικό. Καθώς συντίθεται και αποσυντίθεται διαρκώς, δεν προσφέρει καμιά προνομιακή πρόσβαση στην αλήθεια.

Από μία άποψη, το έργο του Ντερριντά μπορεί να διαβαστεί ως ένας εκτεταμένος σχολιασμός του αφορισμού που διατύπωσε ο Νίτσε στο Λυκόφως των ειδώλων (1889): «Φοβάμαι πως δεν πρόκειται ν’ απαλλαγούμε ποτέ από τον Θεό αφού πιστεύουμε ακόμη στη γραμματική» [6]. Με τον «θάνατο του Θεού», δεν ήταν μόνο η χριστιανική θεότητα που εξαφανίστηκε, αλλά και οποιαδήποτε υπερβατική σφαίρα «ιδεών» ή «αξιών». Ο Νίτσε σε ορισμένες περιπτώσεις στράφηκε στη μυθοποιία –όπως στην περίπτωση του Übermensch ή «υπερανθρώπου»– με αποκαρδιωτικά αποτελέσματα. Η ανθρωπότητα, ή οι ανώτερες τάξεις της, θα μπορούσε να λυτρώσει τον κόσμο απ’ τον μηδενισμό, αρκεί να το θελήσει.

Οι οπαδοί του Ντερριντά στον 21ο αιώνα αναπαράγουν τον μύθο του Νίτσε. Εφόσον ο κόσμος είναι μια ανθρώπινη κατασκευή, όπως δείχνουν να πιστεύουν, μπορεί να ξαναδημιουργηθεί απ’ τους ανθρώπους σύμφωνα με τις επιθυμίες τους. Ωστόσο, ο ισχυρισμός ότι ο κόσμος είναι μια εννοιολογική κατασκευή αποκρύπτει την εξωανθρώπινη πραγματικότητα την οποία οι άνθρωποι πασχίζουν να κατανοήσουν προκειμένου να μπορέσουν να ζήσουν μαζί της, μέσω της επιστήμης, της θρησκείας ή άλλων τομέων του επιστητού. Όπως στην περίπτωση του Νίτσε, ο μεταμοντερνισμός καταλήγει να είναι άλλος ένας ανθρωπισμός.

Ο Ντερριντά είναι πιο επιφυλακτικός και ανατρεπτικός. Κατ’ αυτόν, ό,τι ο Νίτσε αποκαλούσε μηδενισμό δεν ήταν παρά η ενδημική αστάθεια του νοήματος. Καθώς αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ανθρώπινης φύσης, δεν πρόκειται για μια συνθήκη την οποία μπορούμε να υπερνικήσουμε. Αντ’ αυτού, απροσδόκητα ίσως, ο Ντερριντά υποδεικνύει μια επιστροφή στη φιλοσοφία. Αυτό που χαρακτηρίζει την εν λόγω επιστροφή, ωστόσο, είναι ότι παίζει με τα όρια της γλώσσας, μοιάζοντας περισσότερο με ποίηση, παρά με λογική ή μεταφυσική.

Ο παιγνιώδης χαρακτήρας των γραπτών του Ντερριντά έχει εντελώς αγνοηθεί. Αντί να παραμείνει ένας στοχασμός για τις διολισθήσεις της γλώσσας, η αποδόμηση μετατράπηκε σε αντινομική αίρεση. Η μεταμοντέρνα διανόηση απορρίπτει μανιωδώς τις δυτικές παραδοσιακές αξίες που κατέστησαν εφικτή την ύπαρξή της. Ουδέποτε διανοείται να αποδομήσει τον εαυτό της. Ακόμη μια φορά, το φάντασμα του Ντερριντά ενδεχομένως θα χαμογελούσε. Το να είσαι ντερριντιανός σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνεις το αστείο.

Η σκέψη του Ντερριντά υπήρξε μια αέναη αυτοδιερώτηση. Ήξερε πως η ταυτότητα που ο ίδιος είχε συγκροτήσει ήταν μια παράσταση. Αυτό ίσως εξηγεί το γεγονός ότι ο επιφανής φιλόσοφος δεν εμφανίζεται στην ταφόπλακά του. Εάν όμως υπήρξε τσαρλατάνος, όπως ενίοτε υποψιαζόταν, ο Ντερριντά ανήκε σ’ ένα ιδιαίτερα ξεχωριστό είδος: υπήρξε ένας αποτυχημένος τσαρλατάνος, ένας αυθεντικός στοχαστής πάρα τη θέλησή του, ο οποίος συν τοις άλλοις διέθετε τεράστια οξυδέρκεια.

Σημειώσεις

1. Peter Salmon, An Event, Perhaps: A Biography of Jacques Derrida, Verso, 2020.

2. Benoît Peeters, Derrida: A Biography, Polity, 2016.

3. Ζακ Ντερριντά, «Περιτομολόγηση», μτφρ. Απόστολος Λαμπρόπουλος, στο Τζέφφρυ Μπέννινγκτον-Ζακ Ντερριντά, Ντερριντά, μτφρ. Απόστολος Λαμπρόπουλος-Ευτύχης Πυροβολάκης, Νήσος, Αθήνα 2018, σ. 336.

4. Ζακ Ντερριντά, Περί γραμματολογίας, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Γνώση, Αθήνα 1990.

5. Ζακ Ντεριντά, Η φωνή και το φαινόμενο, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Ολκός, Αθήνα 1997.

6. Φρειδερίκος Νίτσε, «Το “λογικό” στη φιλοσοφία», Το λυκόφως των ειδώλων, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, Εκδοτική Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη χ.χ., σ. 27-31: 30.

⸙⸙⸙

[Το παρόν κείμενο αποτελεί μετάφραση του άρθρου: «Deconstructing Jackie», περ. New Statesman, 17 Μαρτίου 2021. Ηλεκτρονική δημοσίευση: https://www.newstatesman.com/an-event-perhaps-biography-jacques-derrida-review (προσπελάστηκε στις 11.08.2021) Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.].

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη