Μου πες θα ‘ρθεις την ώρα που ο άνεμος σωπαίνει
ο ίδιος που όλη μέρα τυραννούσε τα μαλλιά σου θα σε φέρει
στην άδεια παραλία που σε περιμένω χρόνια
με τη φωνή τ’ Αυγούστου που μας πόνεσε
κι άλλο δεν ξέρει πια τραγούδι απ’ το δικό σου.
Έλα, θα σκαρφαλώσουμε πάνω στα βράχια
στην άμμο σβήνονται όλοι οι δρόμοι
κι όλο θα λέω πως φεύγουμε
απ’ τον παλιό κόσμο που αγνοεί τ’ αρωμά σου.
Και σκέψου πως είμαστε τώρα χωρισμένοι απ’ τον εαυτό μας
στην πίσω πλευρά του καλοκαιριού με ματωμένα πέλματα
εκεί που τίποτα πια δε μας ανήκει
ο ουρανός ζυγίζει όσο η λύπη σου
κι ο άνεμος που σ’ έφερε δεν κουβαλά καμιά αλήθεια.
Για να ‘μαι σπόρος τριαντάφυλλου στον πεθαμένο σου κήπο,
το τριζόνι που ταξιδεύει το μυστικό γέλιο μας,
το ελάφι που σώθηκε
κι έρχεται να ξεδιψάσει στις πηγές των πλευρών σου
όταν όλα γύρω έχουν χαθεί
και πάντα εσύ, η ίδια γαλάζια απουσία σε γη κι ουρανό
ένα ατέλειωτο παιχνίδι που σκορπίζει στα κύματα.
Κι είναι οι καμπύλες των ματιών σου
πέρασμα πουλιών που κάνουν το γύρο του σιδερόφρακτου κόσμου μας.
Και πάντα εσύ, με το φρούτο του έρωτα στο στόμα,
δαγκωμένος καρπός του δάσους που αναφλέγεται
κι αφού σκορπίσει ο καπνός απομένουν
λίγα γυμνά κλαδιά, πεδιάδες στάχτης στους ώμους μας
γιατί καμιά ελπίδα δεν επιτρέψαμε να εισχωρήσει στ ’ονειρό μας.
Πώς αιωρούμαστε τώρα μόνοι πάνω απ’ τη θάλασσα
Τα χείλη σου δεν έχουν θέση στη νύχτα κι αστέρια πέφτουν.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]








