Μετάφραση: Θοδωρής Σταμάτης
Τον Μάιο του 1929 ο Γεβγκένι Ζαμιάτιν έγινε στόχος εχθρικών στίχων που συνέθεσε ο ποιητής Αλεξάντρ Μπεζιμένσκι, μέλος της Ρωσικής Ένωσης Προλεταριακών Συγγραφέων. Ένα από αυτά τα ποιήματα, το οποίο δημοσιεύτηκε στη Λιτερατούρναγια Γκαζέτα που εκδιδόταν στο Λένινγκραντ υπό τον τίτλο «Πιστοποιητικό αναφορικά με την κοινωνική ευγονική», έλεγε:
Τύπος: Ζαμιάτιν. Γένος: Γεβγκένι. Τάξη: αστός. Στο χωριό: κουλάκος. Προϊόν εκφυλισμού. Υποσημείωση: εχθρός.
Αυτό το ποιηματάκι, με τις απειλητικές του αναφορές στον εκφυλισμό και την ευγονική, θα μπορούσε κάλλιστα να περιλαμβάνεται στην ύλη του Der Stürmer, της ναζιστικής εφημερίδας που κυκλοφορούσε την ίδια περίοδο στη Γερμανία. Για τον Ζαμιάτιν, έναν από τους πιο γνωστούς συγγραφείς της Σοβιετικής Ένωσης, η επίθεση ήταν το αποκορύφωμα μιας πολυετούς επικίνδυνης ανασφάλειας. Τον Σεπτέμβριο του 1929 παραιτήθηκε από την Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων, και τον Ιούνιο του 1931 απηύθυνε επιστολή στον Στάλιν ζητώντας την άδεια να εγκαταλείψει τη χώρα. Ο Μαξίμ Γκόρκι μεσολάβησε εκ μέρους του Ζαμιάτιν και το αίτημά του έγινε δεκτό. Συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, Λουντμίλα, εγκατέλειψε τη Ρωσία τον Νοέμβριο του 1931 και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου και πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1937.
Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, ήταν ο Τζορτζ Όργουελ που έκανε το μυθιστόρημα του Ζαμιάτιν Εμείς γνωστό στον κόσμο. Παρουσιάζοντας το βιβλίο στην Tribune το 1946, ο Όργουελ αποκάλεσε τον μελλοντολογικό δυστοπικό μύθο «μια απ’ τις λογοτεχνικές παραδοξότητες αυτής της εποχής στην οποία καίγονται βιβλία». Ο Όργουελ πίστευε πως ο Θαυμαστός καινούργιος κόσμος του Χάξλεϋ (1932) [1] «πρέπει εν μέρει να προήλθε από αυτό». Για τον Όργουελ, η δυστοπία του Ζαμιάτιν –μια ιστορία διογκούμενης ανυπακοής σε μια κοινωνία ολοκληρωτικού ελέγχου– είναι ανώτερη από εκείνη του Χάξλεϋ επειδή «διαισθάνθηκε την ανορθολογική πλευρά του ολοκληρωτισμού –την ανθρωποθυσία, τη βαναυσότητα ως αυτοσκοπό, τη λατρεία ενός ηγέτη επιφορτισμένου με θεϊκές ιδιότητες». Αυτά τα στοιχεία υπάρχουν στο 1984 (1949) [2] –το οποίο είναι επηρεασμένο από το Εμείς, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος ο Όργουελ– ενώ ταυτόχρονα τροφοδοτούν την εξέγερση εναντίον του ολοκληρωτισμού. Ο Ζαμιάτιν και ο Χάξλεϋ φαντάστηκαν μια κοινωνία στην οποία το ψυχρό σεξ είναι επιβεβλημένο ως ένας τρόπος να διατηρηθεί ο πληθυσμός υπάκουος, ενώ η δυστοπία του Όργουελ είναι περισσότερο πουριτανική. Ωστόσο, όλοι αυτοί οι συγγραφείς εντόπισαν την αρχή της επανάστασης στην απαγορευμένη αγάπη.
Ο Χάξλεϋ ισχυρίστηκε πως δεν είχε υπόψη του το Εμείς όταν έγραφε το βιβλίο του, για το οποίο είπε πως ήταν μια απάντηση στο Άνθρωποι που μοιάζουν με θεούς του Χ. Τζ. Γουέλς (1923). Χωρίς αμφιβολία, μεγαλύτερη επίδραση άσκησε στον Χάξλεϋ το Δαίδαλος: η επιστήμη και το μέλλον του Τζ. Μπ. Σ. Χωλντέιν (1924), στο οποίο ο διάσημος βιολόγος και μεταανθρωπιστής των αρχών του 20ού αιώνα παρότρυνε το ανθρώπινο είδος να αποκτήσει τον έλεγχο της μελλοντικής του εξέλιξης μέσω της ευγονικής επιλογής και της «εκτογένεσης», της τεχνητής καλλιέργειας εμβρύων. Ο Χάξλεϋ φαντάστηκε ένα Παγκόσμιο Κράτος όπου η επιλογή και η ατομικότητα έχουν εξαλειφθεί. Ο πληθυσμός είναι οργανωμένος σύμφωνα με μια ιεραρχία από κάστες, ξεκινώντας από τους Άλφα και καταλήγοντας στους Έψιλον. Η γενετική μηχανική, η ψυχολογική εκπαίδευση, καθώς και το ευφορικό ναρκωτικό Σόμα διασφαλίζουν ότι οι άνθρωποι εκτελούν τα προβλεπόμενα καθήκοντά τους. Στους Άγριους Καταυλισμούς ζουν οι υπόλοιποι μη τροποποιημένοι άνθρωποι, ένας εκ των οποίων, ο Άγριος Τζον, επισκέπτεται το Παγκόσμιο Κράτος, συνάπτει παράνομο δεσμό με τη μηχανικό βρεφών Λένινα και εν τέλει αυτοκτονεί δι’ απαγχονισμού.
Στο στόχαστρο του Χάξλεϋ βρισκόταν περισσότερο ο επιστημονισμός παρά ο ουτοπισμός. Ωστόσο, ο Χάξλεϋ και ο Ζαμιάτιν συμφωνούσαν πως μια κοινωνία που μεθοδεύει ορθολογικά την ελαχιστοποίηση της δυσαρμονίας και της δυστυχίας θα εξάλειφε σχεδόν οτιδήποτε ουσιώδες και πολύτιμο για την ανθρώπινη ζωή.
⸙⸙⸙
Το Εμείς συχνά θεωρείται το πρώτο δυστοπικό μυθιστόρημα, ωστόσο υπήρξαν και άλλα που προηγήθηκαν στη δυτική λογοτεχνία. Ο Χ. Τζ. Γουέλς, με τον οποίο ο Ζαμιάτιν συναντήθηκε αρκετές φορές όταν εκείνος επισκέφθηκε τη Σοβιετική Ένωση το 1920 και έγραψε ένα εκτενές δοκίμιο για το έργο του, δημιούργησε μερικές συγκλονιστικές δυστοπίες παράλληλα με τη συγγραφή ουτοπικής λογοτεχνίας, καθώς και μη μυθοπλαστικών κειμένων. Στο πρώτο μυθιστόρημα του Γουέλς Η μηχανή του χρόνου (1895) [3] ο λεπτεπίλεπτος λαός των Ελόι ζει μια ευτυχισμένη ζωή βασισμένη στο δουλεμπόριο των Μόρλοκ που ζουν κάτω απ’ το έδαφος της γης. Το Νησί του Δόκτορος Μορώ (1896) [4] περιγράφει τη δημιουργία ενός αποκρουστικού, παραμορφωμένου υβριδικού είδους –ένα θέμα που προεικονίζεται σχεδόν ογδόντα χρόνια νωρίτερα στον Φρανκενστάιν [5] της Μέρι Σέλεϊ. Στο Η Μηχανή σταματά [6] του Ε. Μ. Φόρστερ, οι άνθρωποι ζουν κάτω από τη γη, ενώ οι ανάγκες τους ικανοποιούνται από μια πανταχού παρούσα Μηχανή, η βλάβη της οποίας σηματοδοτεί το τέλος του κόσμου τους.
Αυτό που κάνει το Εμείς ξεχωριστό είναι ότι συνδέει τον απάνθρωπο κόσμο που απεικονίζει με ό,τι πολλοί θεωρούν ως κατεξοχήν ανθρώπινο χαρακτηριστικό –τη δύναμη της λογικής να αναδιαμορφώνει την κοινωνία. Ο Ζαμιάτιν δεν απέρριπτε τις ουτοπίες επειδή μια τέλεια κοινωνία είναι κάτι το ακατόρθωτο. Απέρριπτε την ίδια την ιδέα της τελειότητας. Πίστευε πως η μονολιθική επιδίωξη ενός ορθολογικού μοντέλου κοινωνίας κατέληγε στην τυραννία. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν η πολιτική καταπίεση που τον προβλημάτιζε περισσότερο. Πιο πολύ τον απασχολούσαν οι επιπτώσεις του ορθολογισμού στην ψυχή. Η ανθρώπινη δημιουργικότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με ανατρεπτικά πάθη. Τα ουτοπικά σχέδια είναι εκ φύσεως δυστοπικά.
Σ’ αυτό το σημείο ο Ζαμιάτιν ευθυγραμμίστηκε με τις Σημειώσεις από το υπόγειο (1864) [7] του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι –το αρχετυπικό δυστοπικό κείμενο. Για τον «υπόγειο άνθρωπο» του Ντοστογιέφσκι, μια κοινωνία θεμελιωμένη στη λογική και την επιστήμη (αν κάτι τέτοιο μπορεί να είναι εφικτό) θα ήταν μια πνευματική φυλακή. Η ικανότητα να αγαπάμε παράλογα και να θυσιαζόμαστε, να επιλέγουμε τη σύγκρουση και τον πόνο αντί για την ειρήνη και την ευτυχία, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της ανθρώπινης ελευθερίας.
Στον Όργουελ αξίζουν πολλά εύσημα επειδή ανέδειξε το Εμείς. Από μια άποψη, ωστόσο, η κριτική του ενδέχεται εν τέλει να υποβάθμισε το επίτευγμα του Ζαμιάτιν. Θεωρούσε πως το βιβλίο γράφτηκε πάνω κάτω την περίοδο που πέθανε ο Λένιν τον Ιανουάριο του 1924, μια άποψη που ήταν ευρέως αποδεκτή. Στην πραγματικότητα, όπως έδειξε ο Tζ. Α. Ε. Κέρτις στο The Englishman from Lebedian [Ο Άγγλος από το Λεμπεντιάν] (2013), την πλέον έγκυρη βιογραφία του συγγραφέα μέχρι σήμερα, ο Ζαμιάτιν έγραψε το βιβλίο τα έτη 1919-1920, με αποτέλεσμα το Εμείς να αντανακλά τις συνθήκες εκείνης της περιόδου.
Μέχρι τον Ιανουάριο του 1919, η Τσεκά –η σοβιετική μυστική αστυνομία που συγκροτήθηκε από τον Λένιν τον Δεκέμβριο του 1917– είχε δύναμη 40.000 ανδρών, και μέχρι τα μέσα του 1921 αριθμούσε πάνω από 250.000 μέλη. (Ας σημειωθεί για λόγους σύγκρισης πως τα διάφορα τμήματα της Οχράνα, της τσαρικής μυστικής αστυνομίας, έφτασαν να έχουν τον μεγαλύτερο αριθμό ατόμων το 1916, όταν τα μέλη της ανέρχονταν γύρω στις 15.000.) Υπό την απειλή μιας μεγάλης κλίμακας εξέγερσης των χωρικών στην επαρχία του Ταμπόφ τον Αύγουστο του 1920, όπου ο Αλεξάντρ Αντόνοφ του Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος συγκέντρωσε έναν «Μπλε Στρατό» που απαριθμούσε περίπου 20.000 άνδρες, η Τσεκά μαζί με τον Κόκκινο Στρατό τουφέκισε ομήρους, κατέκαψε χωριά και δολοφόνησε με δηλητηριώδες αέριο όσους χωρικούς προσπάθησαν να δραπετεύσουν στα γύρω δάση.
Το Εμείς διαδραματίζεται αιώνες αργότερα, μετά από έναν καταστροφικό πόλεμο που μετέτρεψε τον παγκόσμιο πληθυσμό σ’ ένα κλάσμα του παλαιού του μεγέθους. Παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο δεν είναι τόσο μια πρόβλεψη του μέλλοντος όσο μια διορατική κατανόηση του παρόντος που βίωνε ο Ζαμιάτιν, όταν η ολοκληρωτική λογική του σοβιετικού πειράματος είχε ήδη αποκαλυφθεί.
Η εκδοτική περιπέτεια του Εμείς επιβεβαιώνει την ακρίβεια που διέκρινε τη διορατικότητα του Ζαμιάτιν. Μια αγγλική μετάφραση κυκλοφόρησε στη Νέα Υόρκη το 1928. Το πρωτότυπο ρωσικό κείμενο εκδόθηκε σε πλήρη μορφή μόλις το 1952, ξανά στη Νέα Υόρκη. Πολλές εκδόσεις κυκλοφόρησαν σε διάφορες χώρες και γλώσσες, ωστόσο το βιβλίο δεν εκδόθηκε στη Ρωσία μέχρι το 1988, όταν η Σοβιετική Ένωση ήταν σχεδόν υπό κατάρρευση. Αυτή η καινούργια έκδοση, που περιλαμβάνει τη βιβλιοκριτική του Όργουελ, εισαγωγή της Μάργκαρετ Άτγουντ και επίμετρο της Ούρσουλα λε Γκεν, ενώ συνοδεύεται από τον συναρπαστικό σχολιασμό της μεταφράστριας Μπέλα Σάγιεβιτς, η οποία μεγάλωσε στην πρώην Σοβιετική Ένωση, φαίνεται πως είναι και η οριστική όσον αφορά την αγγλική γλώσσα για το άμεσο μέλλον [8].
⸙⸙⸙
Ο Ζαμιάτιν –γεννήθηκε το 1884 στο Λεμπεντιάν, περίπου τρακόσια χιλιόμετρα έξω από τη Μόσχα· ο πατέρας του ήταν ορθόδοξος ιερέας και η μητέρα του μουσικός– πάντοτε ζούσε παράλληλες ζωές. Όντας επαναστάτης εναντίον του τσαρισμού, εντάχθηκε ως φοιτητής στη μπολσεβικική πτέρυγα του Ρωσικού Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Εργατικού Κόμματος. Κατά τη διάρκεια των ταραχών του 1905 έδρασε ως παράνομος ακτιβιστής, κρύβοντας προκηρύξεις και όπλα, ενώ για τρεις μήνες παρέμεινε φυλακισμένος υπό αυστηρή απομόνωση. Την ίδια περίοδο σπούδασε ναυτικός μηχανικός στην Πολυτεχνική Σχολή της Αγίας Πετρούπολης. Ενώ ταξίδευε στη Ρωσία για να επιθεωρήσει λιμάνια και υποβρύχια, ταυτόχρονα καθιερώθηκε ως συγγραφέας δημοσιεύοντας διηγήματα. Συνέχιζε να ακολουθεί αυτή τη διπλή σταδιοδρομία, όταν στάλθηκε στο Τάινσαϊντ προκειμένου να εποπτεύσει την κατασκευή παγοθραυστικών για λογαριασμό του Ρωσικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού. Ενώ έμενε στο Νιούκαστλ, έγραψε τους Νησιώτες (1918), όπου χλεύαζε το ταξικό σύστημα και την υποκρισία της εδουαρδιανής επαρχιακής Αγγλίας. Άρχισε να υιοθετεί τους άξεστους τρόπους και την επιφυλακτική συμπεριφορά της χώρας που σατίριζε, σε τέτοιο βαθμό που οι Ρώσοι συμπατριώτες του τον αποκαλούσαν «Άγγλο».
Η πνευματική ανεξαρτησία του Ζαμιάτιν σύντομα τον έφερε σε σύγκρουση με τις σοβιετικές αρχές. Λίγες βδομάδες μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, επέκρινε το σοβιετικό κράτος για τις δικτατορικές του μεθόδους. Συνελήφθη και ανακρίθηκε από την Τσεκά τον Φεβρουάριο του 1919 και ξανά τον Μάιο, καθώς θεωρήθηκε ύποπτος για συνεργασία με μέλη του Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος σε μια υποτιθέμενη συνωμοσία εναντίον του καθεστώτος.
Ο κίνδυνος που αντιμετώπιζε έγινε ακόμη πιο ευδιάκριτος όταν τον Αύγουστο του 1921 ο φίλος του, Νικολάι Γκουμιλιόφ, ο πρωτοποριακός θεωρητικός της λογοτεχνίας και σύζυγος της μεγαλύτερης Ρωσίδας ποιήτριας του 20ού αιώνα Άννας Αχμάτοβα, συνελήφθη με την κατηγορία της εμπλοκής σε μια ανύπαρκτη μοναρχική συνωμοσία, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε μαζί με εξήντα ακόμη κρατουμένους στο δάσος του Κοβαλέσκι που βρισκόταν στα περίχωρα της Αγίας Πετρούπολης. (Σχεδόν έναν αιώνα μετά, εκτιμάται πως τα θύματα από το πρώτο αυτό κύμα του σοβιετικού τρόμου, που υπερβαίνουν τις 4.500, παραμένουν θαμμένα σε ανώνυμους μαζικούς τάφους στην ίδια περιοχή.)
Το 1922 ο Ζαμιάτιν φυλακίστηκε για έναν μήνα μετά από τη βίαιη καταστολή των διανοουμένων που κορυφώθηκε με τη μαζική απέλαση περισσότερων από διακόσιους κορυφαίους καλλιτέχνες, επιστήμονες και στοχαστές, η οποία ονομάστηκε «τα ατμόπλοια των φιλοσόφων». Το σχέδιο να εξοριστούν οι πιθανοί αντιφρονούντες καταστρώθηκε από τον Λένιν με στόχο να απαλλάξει το σοβιετικό κράτος από την αντιπολίτευση των διανοουμένων, ωστόσο κάποιοι θεωρούν πως ήταν ο Τρότσκι εκείνος που αποφάσισε την εκδίωξη του Ζαμιάτιν. Μετά την αναχώρηση των πλοίων τον Σεπτέμβριο και τον Νοέμβριο, η περίπτωση του συγγραφέα συνέχιζε ν’ αποτελεί θέμα συζήτησης στον ηγετικό κύκλο των Μπολσεβίκων της Μόσχας, συμπεριλαμβανομένου και του Ανατόλι Λουνατσάρσκι, ο οποίος κατείχε τον μεγαλοπρεπή τίτλο του Επιτρόπου Διαφώτισης και ήταν υπεύθυνος για τη λογοκρισία των καλλιτεχνών.
Εν τέλει, ο Ζαμιάτιν δεν εξορίστηκε, και στα χρόνια που ακολούθησαν αμφιταλαντευόταν για το αν θα έπρεπε να ακολουθήσει τους Ρώσους συγγραφείς που είχαν φύγει στο εξωτερικό. Η διάθεσή του απέναντι στο σοβιετικό κράτος περιείχε αντιφάσεις που ποτέ δεν επιλύθηκαν. Επιτέθηκε στους Μπολσεβίκους από τη στιγμή που πήραν την εξουσία, ωστόσο αρνήθηκε να ενταχθεί σε οποιαδήποτε ομάδα εμιγκρέδων στο Παρίσι, και παρέμεινε Σοβιετικός πολίτης. Αντί να είναι εχθρός του σοβιετικού καθεστώτος, έδειχνε να θεωρεί τον εαυτό του μέχρι τέλους Σοβιετικό αντιφρονούντα.
⸙⸙⸙
Όπως ο Ζαμιάτιν, το Εμείς δεν μπορεί να ενταχθεί σε μία συγκεκριμένη κατηγορία. Ενώ αποτελεί μια επίθεση στον «πολιτισμό των μηχανών», χρωματίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα βιώματα που είχε ο συγγραφέας του στη σοβιετική κοινωνία. Γραμμένο υπό τη μορφή σαράντα «εγγραφών» του «D-503», μαθηματικού και μηχανικού υπεύθυνου για την κατασκευή ενός πυραύλου που θα βοηθούσε στην κατάκτηση άλλων πλανητών, το μυθιστόρημα οραματίζεται μια κοινωνία οργανωμένη σύμφωνα με τις επιταγές της λογικής. Οι πολίτες του Μονοκράτους ζουν σε γυάλινα σπίτια που επιτρέπουν τη διαρκή επιτήρηση. Ενώ προσδιορίζονται από αριθμούς αντί για ονόματα, η συμπεριφορά τους ρυθμίζεται από μαθηματικούς τύπους που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διατίθεται η κάθε ώρα της ημέρας. Ένα Πράσινο Τείχος τούς προστατεύει απ’ τους ντυμένους με προβιές πρωτόγονους που ζουν στην ερημιά. Αιωρούμενος πάνω από αυτή την κλειστή κοινωνία, ένας παντεπόπτης Ευεργέτης διασφαλίζει πως η αρμονική λειτουργία της παραμένει αδιατάρακτη.
Η πλοκή είναι οικεία από το 1984 του Όργουελ. Ο D-503 γνωρίζει μια γυναίκα με ελεύθερο πνεύμα, την I-330, για την οποία νιώθει ακαταμάχητη έλξη. Αντί να επιδοθούν στο προβλεπόμενο από το κράτος θεραπευτικό σεξ, δημιουργούν μια έντονη ερωτική σχέση. Η I-330 αποκαλύπτει πως συνδέεται με τους Μέφι, μια οργάνωση αφιερωμένη στην καταστροφή του Τείχους. Ο D-503 αποφασίζει να την αναφέρει στους Φρουρούς του Κράτους, αλλά δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του να το κάνει. Στην τελευταία καταγραφή, αναρρώνει από τη «Μεγάλη Εγχείριση» κατά την οποία η συναισθηματική του ικανότητα έχει χειρουργικά αφαιρεθεί:
Γιατί είμαι καλά, είμαι εντελώς, απόλυτα καλά. Χαμογελάω –δεν μπορώ να μη χαμογελάω. Αφαίρεσαν κάτι σαν όγκο από το κεφάλι μου και τώρα είναι ανακουφισμένο και άδειο. [9]
Απαλλαγμένος απ’ τις ενοχές του, ο D-503 καταδίδει την ερωμένη του και παρακολουθεί τον βασανισμό της χωρίς να αισθάνεται συμπόνια ή τύψεις. Σε αντίθεση με την Τζούλια, την ερωμένη τού Ουίνστον Σμιθ στο 1984, η I-330 αρνείται να προδώσει τους συνεργούς της. Αλύγιστη μέχρι το τέλος, εκτελείται μαζί τους. Την ίδια στιγμή οι συνωμότες εισβάλλουν στο Πράσινο Τείχος, και διάφορες περιοχές της πόλης γεμίζουν με πτώματα. Ο D-503 εξακολουθεί να διακατέχεται από μια γαλήνια αισιοδοξία: «[…] είμαι βέβαιος ότι θα νικήσουμε. Γιατί η λογική πρέπει να νικήσει» [10].
Τα τελευταία δυστοπικά μυθιστορήματα που εντάχθηκαν στον λογοτεχνικό κανόνα είναι αναμφίβολα το Ηλεκτρικό πρόβατο του Φίλιπ Κ. Ντικ (1968) [11] και η Ιστορία της θεραπαινίδας της Μάργκαρετ Άτγουντ (1985) [12]. Από τότε, η σοβιετικού τύπου δυστοπία στην οποία επιτέθηκε ο Ζαμιάτιν έγινε συντρίμμια. Ωστόσο, μια εξελιγμένη μορφή της κοινωνίας που απεικονίζεται στο Εμείς και αναπλάθεται στο 1984 είναι υπό κατασκευή στην Κίνα. Η Δύση παρουσιάζει κάποια από τα χαρακτηριστικά του Θαυμαστού καινούργιου κόσμου. Η υπερκατανάλωση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων είναι πλέον σύνηθες φαινόμενο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μεταξύ των ετών 1999 και 2017, περίπου 400.000 άνθρωποι πέθαναν εξαιτίας της χρήσης οπιοειδών. Οποιοσδήποτε μπορεί να πεθάνει από υπερβολική δόση φαρμάκων, όμως εκείνοι που είναι περισσότερο επιρρεπείς να χάσουν τη ζωή τους με αυτόν τον τρόπο προέρχονται από περιθωριακές ομάδες, πολύ πιο αδύναμες από τις κατώτερες κάστες του Ουέλς και του Χάξλεϋ. Σε αντίθεση με τους Μόρλοκ και τους Έψιλον, στους μεταβιομηχανικούς ερημότοπους υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στους οποίους δεν προσφέρεται κανένας ρόλος μέσα στην κοινωνία, ούτε καν εκείνος του υποτελούς.
Ζούμε εντός μιας δυστοπικής πραγματικότητας, γεγονός που ίσως εξηγεί τον θάνατο της δυστοπικής λογοτεχνίας. Παρ’ όλα αυτά, τα μυθιστορήματα του Ζαμιάτιν, του Χάξλεϋ και του Όργουελ εξακολουθούν να ασκούν ισχυρή γοητεία. Όλα τους τελειώνουν με την ήττα των πρωταγωνιστών, σε κάθε περίπτωση όμως η πιθανότητα της εξέγερσης παραμένει. Ο Ζαμιάτιν την εντοπίζει στους πρωτόγονους που ζουν πέρα από το Πράσινο Τείχος, ο Χάξλεϋ στους άγριους των Καταυλισμών και ο Όργουελ στους προλετάριους. Με τα ανυπότακτα πάθη τους, αυτά τα ανθρώπινα υπολείμματα συντηρούν την προοπτική της ελευθερίας. Κατά βάθος η δυστοπική φαντασία αποτελεί μια έκφραση ελπίδας, και ο Ζαμιάτιν δείχνει με ποιον τρόπο οι ατέλειες του ανθρώπινου είδους μπορούν τελικά να καταστρέψουν ακόμη και τον πλέον ορθολογικό δεσποτισμό.
⸙⸙⸙
* Το παρόν κείμενο αποτελεί μετάφραση του άρθρου: «How Yevgeny Zamyatin shaped dystopian fiction», περ. New Statesman, 27 Ιανουαρίου 2021. Ηλεκτρονική δημοσίευση: https://www.newstatesman.com/yevgeny-zamyatin-we-dystopian-novel-review (προσπελάστηκε στις 11.06.2021).
Σημειώσεις
1. Aldus Huxley, Θαυμαστός καινούργιος κόσμος, μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, Μέδουσα, Αθήνα 1991.
2. Τζορτζ Όργουελ, 1984, μτφρ. Ανδρέας Παππάς, Πατάκης, Αθήνα 2021.
3. Χ. Τζ. Γουέλς, Η μηχανή του χρόνου, Αλεξάνδρα Λέτσα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2017.
4. Χέρμπερτ Τζωρτζ Ουέλς, Το νησί του Δρος Μορώ, μτφρ. Μάκης Πανώριος και Παναγιώτης Σκαγιάννης, Αίολος, Αθήνα 1990.
5. Μέρι Σέλεϊ, Φρανκενστάιν, μτφρ. Κατερίνα Σχινά, Ψυχογιός, Αθήνα 2019.
6. E.M. Forster, Η Μηχανή σταματά, μτφρ.-επίμ. Γιώργος Λαμπράκος, Οκτώ, Αθήνα 2016.
7. Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Υπόγειο, μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου, Ίνδικτος, Αθήνα 2010.
8. Yevgeny Zamyatin, We, μτφρ. Bela Shayevich, Canongate Books, Λονδίνο 2020.
9. Yevgeny Zamyatin, Εμείς, μτφρ. Ειρήνη Κουσκουμβεκάκη, επιμ.-επίμ. Δημήτρης Κωνσταντίνου, Εξάρχεια, Αθήνα 2012, σ. 280.
10. Ό.π., σ. 282.
11. Φίλιπ Κ. Ντικ, Το ηλεκτρικό πρόβατο, μτφρ. Δημήτρης Αρβανίτης, Κέδρος, Αθήνα 2015.
12. Μάργκαρετ Άτγουντ, Η ιστορία της θεραπαινίδας, μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, Ψυχογιός, Αθήνα 2018.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική εξωφύλλου: Anton Brzezinski. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]
