Άδειο και κρύο ρήμαζε το σπίτι,
στο φύλλωμα της φουντουκιάς χωμένο μέσα
παλιό γεφύρι, πέτρινο, να το τυλίγει η μυρωδιά του ποταμού,
φωνές του κάστρου.
Μα εκεί στον τοίχο κάποιος ανεβαίνει
με τη μικρή του λάμπα συντροφιά σε δάση ελάτων
έχει την όψη του πατέρα,
μια ψύχρα άστρου που πεθαίνει στην καρδιά για οδηγό του.
Στην άκρη ο γιος μ’ ένα γαλάζιο σύννεφο στον ώμο να κοιτάζει
στα στρογγυλά του μάτια μέσα τα λιβάδια
που ελάφια βιαστικά τα διασχίζουν.
Στην πόλη μου ανθίζει πάντα αγκάθι και ματώνω
σε κήπο παιδικό ο Απρίλης βάζει
δρεπάνι φεγγαριού στα βήματά της,
μικρές σονάτες που θυμίζουν πέταγμα πουλιών καθώς βραδυάζει.
Πασχαλινές καμπάνες προσκαλούν τον ξένο στο χαμό του.
Τότε η Μαρία με αόρατες ραφές πλέκει ένα χάδι
και «γύρνα» μυστικά μου ψιθυρίζει.
Αλλά είμαι εδώ, ακόμη εδώ,
κρυμμένος κάπου και τη βλέπω,
ακουμπισμένη στην πεζούλα με τα νυφικά προικιά της
χρόνια βουβή και σκοτεινή
σαν εκκλησία του Σαββάτου μες την πέτρα.
Πάντοτε μόνη της τη συναντώ
τη μάνα στη γωνιά του κήπου
μασά ξινόμηλα και μου φωνάζει να ντυθώ και να προσέχω.
Αστερισμοί και μοιρολόγια πως
κυλούν μέσα απ’ τα μακριά μαλλιά της.
Κάποτε είπε,
«περνούσε η Άνοιξη και μου ζητούσε
γυμνή στο χώμα να κατέβω και να ψάξω
ένα κερί που με τη φλόγα του μαυρίζει
τα δάχτυλα που ακούμπησα στο μάγουλό σου.»
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. H φωτογραφία από την ταινία του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ Ο τρελός Πιερό (1965). Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]








