1.
Γελάει ο πεθαμένος
Το δέντρο ουρλιάζει
Η γλώσσα φτερνίζεται
Κι όλη η στίξη της
Εκρήγνυται
Και χάνεται.
Απομένει η ατέρμονη κραυγή
Νεκρών και ζώντων
Και το σύμπαν
Μονάδα
Μέσα στο μηδέν
Έμβρυο
Που δεν θα γεννηθεί ποτέ
2.
Σκυφτός και μόνος
Προσεύχομαι
Παρακαλώ τον Θεό
Ικετεύω τον κόσμο
Να πάψει να τυραννά
Το στήθος μου
Να σταματήσει να πληγώνει
Με βροχή καρφιών
Τον αθώο βάτραχο
Που αποφάσισε να γίνει μοναχός
Στυλίτης
Πάνω στο κεφάλι μου
Σκυφτός και μόνος.
Προσεύχομαι κοάζω
Καταπίνω τους λυγμούς μου
Κατασπαράζω
Τα μαύρα νούφαρα
Αποσιωπώ τους βρυχηθμούς τους
3.
Χθες τα μεσάνυχτα
Κάθισα
Σ’ ένα κόκκινο παγκάκι
Κι έφαγα ένα ένα
Τα κομμάτια μου.
Πρώτα τα μικρότερα
Αυτιά δάχτυλα μύτη πέος μάτια
Κατόπιν τα μεγάλα
Τον θώρακα τους μηρούς τους ώμους
Την καρδιά τις κνήμες την πλάτη.
Όταν όμως έφτασα στο στόμα μου
Όσο κι αν προσπάθησα
Δεν κατάφερα να το φάω.
Απέμεινα έτσι ένα στόμα
Πάνω σ’ ένα τυφλό και άμυαλο κρανίο
Και τότε έγινε σαφές
Ότι η ομιλία και η σιωπή
Είναι οι μόνες δυνατότητες
Της ύπαρξής μου
[Φωτογραφία: Ken Mattison Three Pines via photopin (license)]