Σε θυμάμαι:
ανέβαινες ανάποδα
την κυλιόμενη σκάλα
–στο αίθριο
του εμπορικού κέντρου.
Στεκόμουν στην κορυφή
–όλο ερχόσουν
μα ποτέ δεν έφτανες.
Γελούσαμε αμήχανα
έμοιαζε η αρχή με το τέλος
–αθώο παιχνίδι.
Δεν ήξερα
–τώρα φοβάμαι.
Δοκιμάζω ξανά τη μνήμη μου:
ανεβαίνω ανάποδα
–όπως τότε εσύ–
δε σε φτάνω ποτέ.
Στέκεις στην κορυφή
και με κοιτάζεις με ειρωνεία.
Η αγωνία μου
–πριονίζει το αδιέξοδο.
Μια σταγόνα ξαφνικής βροχής
δρόσισε τα χείλη μου
–με λυπήθηκε ο ουρανός.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Γιώργος Ρόρρης «Επίσκεψη». Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]








